QR Code
https://iclfi.org/spartacist/el/2/mengene
Μεταφράστηκε από U.S. Imperialism Turns the Screws (Αγγλικά), Spartacist (English edition) Τεύχος 70 ,

Εισαγωγή

Το παρακάτω κείμενο γράφτηκε από τον Vincent David και υιοθετήθηκε στην ολομέλεια της Διεθνούς Εκτελεστικής Επιτροπής της ΔΚΕ τον Απρίλιο.

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ως προέδρου των ΗΠΑ προκάλεσε πολιτικό σεισμό και οι πρώτοι μήνες της θητείας του επιβεβαίωσαν ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο ριζικών παγκόσμιων μεταβολών. Ωστόσο, ο φρενήρης ρυθμός των γεγονότων συμβαδίζει μόνο με τη σύγχυση που κυριεύει την αριστερά και τους πολιτικούς σχολιαστές γενικότερα. Από τη μία πλευρά, κάποιοι αρχίζουν να κατανοούν αυτό που πριν δεν μπορούσαν. Μεταξύ των φιλελεύθερων και των σοσιαλιστών, είναι πλέον συνηθισμένο να μιλάνε για την κρίση και την αποτυχία του φιλελευθερισμού. Από την άλλη πλευρά, επικρατεί πανικός και υστερία. Πολλοί αντέδρασαν στην ομιλία του Τζ. Ντ. Βανς στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια στο Μόναχο δηλώνοντας ότι οι ΗΠΑ εγκαταλείπουν την Ευρώπη ή ότι είναι «το τέλος της Δύσης». Κάποιοι πιστεύουν ότι ο Τραμπ συνθηκολογεί με τη Ρωσία ή/και ότι είναι φασίστας που προσπαθεί να τα έχει καλά με άλλους του είδους του. Άλλοι πιστεύουν ότι είναι απλά τρελός. Και στην άλλη άκρη του φάσματος βρίσκονται εκείνοι που φαντάζονται τον Τραμπ και τον Έλον Μασκ ως πολιτικούς εγκέφαλους που θα εξαγνίσουν το βαθύ κράτος και θα εγκαινιάσουν μια χρυσή εποχή για τον αμερικανικό καπιταλισμό.

Για να κατανοήσουμε οτιδήποτε, πρέπει να αφήσουμε στην άκρη τον φιλελεύθερο παροξυσμό και να εξετάσουμε την πραγματική τάση πίσω από τα καθημερινά γεγονότα. Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, όπου έχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα και περισσότερους από 100.000 στρατιώτες. Ούτε ο Τραμπ υποκύπτει στον Πούτιν. Απλώς ευθυγραμμίζει την αμερικανική πολιτική με την πραγματικότητα στο πεδίο της μάχης στην Ουκρανία, προκειμένου να στρέψει την προσοχή των ΗΠΑ αλλού. Και προφανώς, δεν είναι το τέλος της Δύσης. Είναι η φιλελεύθερη Δύση που βρίσκεται στο νεκροκρέβατο.

Η μακροπρόθεσμη τάση που καθορίζει τις αλλαγές στον κόσμο είναι η σχετική παρακμή των ΗΠΑ. Για 80 χρόνια, οι ΗΠΑ αποτελούν την ηγεμονική δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου και ολόκληρου του πλανήτη μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Αλλά η αμερικανική υπεροχή περιείχε και τους σπόρους της παρακμής της. Η κάποτε ισχυρή αμερικανική βιομηχανία μεταφέρθηκε σε μεγάλο βαθμό στον Παγκόσμιο Νότο. Ο αμερικανικός στρατός επεκτάθηκε υπερβολικά. Και άλλες χώρες έχουν σημειώσει σημαντική οικονομική ανάπτυξη, ιδίως η Κίνα. Ωστόσο, οι ΗΠΑ παραμένουν η υπερδύναμη του κόσμου, ελέγχοντας το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενώ ο αμερικανικός στρατός – που εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος – παραμένει ο κύριος εγγυητής της ασφάλειας σε όλο τον κόσμο. Η αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ της ηγεμονικής θέσης των ΗΠΑ και της φθίνουσας οικονομικής τους δύναμης έχει πλέον φτάσει σε κρίσιμο σημείο. Αυτό εξηγεί την αναταραχή στην παγκόσμια κατάσταση.

Μακριά από το να είναι τρελός, αυτό που ο Τραμπ αντιπροσωπεύει είναι μια θεμελιώδη στροφή στη στρατηγική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που στοχεύει να επαναβεβαιώσει την κυριαρχία του και να αναστρέψει την παρακμή του ή τουλάχιστον να την επιβραδύνει. Για να το πετύχει αυτό, ο Τραμπ επιδιώκει την εκβιομηχάνιση των ΗΠΑ για πολεμικούς σκοπούς και την περαιτέρω συμπίεση των συμμάχων των ΗΠΑ και των νεοαποικιών. Η νέα διακυβέρνηση σπάει με τα φιλελεύθερα ιδεώδη και τους θεσμούς που κυριάρχησαν στο αμερικανικό σύστημα για δεκαετίες αλλά έχουν πλέον καταστεί εμπόδιο για την ενίσχυση της θέσης των ΗΠΑ. Πίσω από τους εμπορικούς πολέμους, τις διαπραγματεύσεις με τη Ρωσία και τις φλογερές ομιλίες κατά του «εσωτερικού εχθρού» βρίσκεται η ανάγκη των ΗΠΑ να συγκροτήσουν ένα μπλοκ, σταθερά ευθυγραμμισμένο με την εμπορική και εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν, να απομονώσουν και να στραγγαλίσουν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, τον κύριο οικονομικό αντίπαλο των ΗΠΑ.

Σε αντίθεση με την ευρέως επικρατούσα πεποίθηση, ιδιαίτερα στην αριστερά, η πηγή της αναταραχής στον κόσμο δεν είναι η άνοδος του δήθεν κινεζικού ή ρωσικού ιμπεριαλισμού. Η Κίνα έχει γνωρίσει μια οικονομική ανάπτυξη χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία ωστόσο πραγματοποιήθηκε εντός της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Καθώς οι ΗΠΑ κινούνται για να απομονώσουν την Κίνα, η γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος στο Πεκίνο ελπίζει να διατηρήσει το παλιό παγκόσμιο σύστημα, απλώς χωρίς την κυριαρχία των ΗΠΑ – μια απόλυτη φαντασίωση. Όσον αφορά τη Ρωσία, παρά τον τεράστιο στρατό της, έχει μια μικροσκοπική οικονομία σε σύγκριση με τις ΗΠΑ. Αυτό που οδήγησε τους ολιγάρχες στον πόλεμο στην Ουκρανία δεν ήταν ο επεκτατικός ρωσικός καπιταλισμός, αλλά η αντίδραση στην υπερβολική επέκταση των ΗΠΑ μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας.

Παρά τα όσα επαναλαμβάνουν τα δυτικά ΜΜΕ, ο κόσμος παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια αμερικανική αυτοκρατορία. Η Κίνα, η Ρωσία, η συμμαχία BRICS+ – καμία από αυτές δεν επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία. Ούτε χτίζουν ένα εναλλακτικό σύστημα σε αυτό των ΗΠΑ. Απλώς επιδιώκουν να θωρακιστούν από την επιθετικότητα των ΗΠΑ. Αλλά για την παγκόσμια υπερδύναμη, ακόμη και τέτοιες περιορισμένες κινήσεις αποτελούν μια θεμελιώδη – ακόμη και υπαρξιακή – πρόκληση για την υπεροχή της, που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Η επαναβεβαίωση της αμερικανικής κυριαρχίας προκαλεί μεγάλες οικονομικές και πολιτικές κρίσεις. Πολλά εμπόδια στέκονται στο δρόμο των σχεδίων των ΗΠΑ, και υπάρχει διαφορά μεταξύ των στόχων και των φιλοδοξιών της αμερικανικής άρχουσας τάξης και της ικανότητάς της να τα υλοποιήσει. Η νέα διακυβέρνηση αντιμετωπίζει ήδη την οργή άλλων χωρών. Στο εσωτερικό, ενώ καμία σοβαρή δύναμη δεν απειλεί επί του παρόντος τον Τραμπ, η εναντίωση θα ενταθεί. Και αργά ή γρήγορα, οι βάναυσες επιθέσεις του Τραμπ θα αντιμετωπίσουν την αντίσταση της εργατικής τάξης, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό.

Πολύς θόρυβος γίνεται από τους κυβερνήτες της Ευρώπης και του Καναδά που αντιστέκονται στις απαιτήσεις των ΗΠΑ. Ωστόσο, εξαρτώνται από τις ΗΠΑ και βραχυπρόθεσμα δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να συμμορφωθούν. Μια οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πίεση των ΗΠΑ πιθανότατα θα επιταχύνει περαιτέρω τη στροφή προς τα δεξιά και θα διευκολύνει την πτώση των Ευρωπαίων και Καναδών φιλελεύθερων πολιτικών. Πράγματι, οι δυνάμεις που βρίσκονται σε καλύτερη θέση για να επωφεληθούν από μια οικονομική ύφεση βραχυπρόθεσμα είναι τα δεξιά κόμματα τα οποία βρίσκονται σε άνοδο παντού στη Δύση. Αυτή η εσωτερική διαμάχη μέσα στην άρχουσα τάξη υπόσχεται να είναι μια θυελλώδης διαδικασία, καθώς οι φιλελεύθεροι προσκολλώνται στην εξουσία και χρησιμοποιούν όλα τα μέσα για να τη διατηρήσουν.

Η δυναμική θα είναι διαφορετική στον νεοαποικιακό κόσμο – Λατινική Αμερική, Ασία, Αφρική κ.λ.π. Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες ήδη ασφυκτιούν από τον ιμπεριαλισμό. Το σφίξιμο της θηλιάς απο τις ΗΠΑ θα είναι καταστροφικό, καθώς δεν υπάρχει πια σχεδόν καθόλου λίπος να κοπεί και εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε απόλυτη εξαθλίωση. Αυτή η κατάσταση θα τροφοδοτήσει την ανάγκη στην εργατική τάξη και τις ευρύτερες μάζες να καταπολεμήσουν την αμερικανική κυριαρχία και να αντισταθούν στη λεηλασία του ΔΝΤ. Έχουμε ήδη δει τέτοιες εξεγέρσεις τα τελευταία χρόνια.

Όσον αφορά την Κίνα, η αστάθεια δεν θα προέλθει από την έλλειψη πόρων, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, αλλά από τις εσωτερικές αντιφάσεις του συστήματός της. Το καθεστώς του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι μια γραφειοκρατική κάστα, που επιδιώκει να συμφιλιώσει τον καπιταλισμό και την κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία και που το μοντέλο ανάπτυξης βασίστηκε στην παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Τώρα όμως οι ΗΠΑ κινούνται πιο επιθετικά για να απομονώσουν και να αντιμετωπίσουν την Κίνα. Θα ασκηθεί τεράστια πίεση στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος, τόσο από τους καπιταλιστές των οποίων τα κέρδη συρρικνώνονται, όσο και από την τεράστια εργατική τάξη της Κίνας, των οποίων οι συνθήκες διαβίωσης συμπιέζονται. Η Σταλινική γραφειοκρατία θα πρέπει να επιτελέσει μια όλο και πιο δύσκολη άσκηση ισορροπίας για να συγκρατήσει αυτές τις αντιφατικές δυνάμεις, κάνοντας τα πάντα, από την επιδότηση βιομηχανιών και την υιοθέτηση αριστερής φρασεολογίας έως την ενίσχυση της καταστολής. Αλλά αυτό δεν θα είναι αρκετό για να καθυστερήσει επ’ αόριστον τη θεμελιώδη επιλογή που αντιμετωπίζει η Λαϊκή Δημοκρατία: είτε την καπιταλιστική παλινόρθωση είτε την πολιτική επανάσταση της εργατικής τάξης.

Σε αυτή την περίοδο της ιμπεριαλιστικής επίθεσης, του επανεξοπλισμού και των αυξανόμενων κρίσεων, το ερώτημα που τίθεται είναι: θα ηττηθεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ή θα συνεχίσει να σέρνει τον κόσμο σε μια σπείρα αντίδρασης, εξαθλίωσης και πολέμων; Για τους κομμουνιστές, το καθήκον της εποχής είναι να σφυρηλατήσουν επαναστατικές ηγεσίες ικανές να ενώσουν τους εργάτες και τους καταπιεζόμενους και να οδηγήσουν τον αγώνα ενάντια στην αμερικανική ηγεμονία στη νίκη. Η εναπόθεση των ελπίδων στους Κινέζους Σταλινικούς, τους Ρώσους ολιγάρχες, τους εθνικιστές ή τους σοσιαλδημοκράτες κάθε είδους θα αποδειχθεί μοιραία. Δεδομένου ότι δεν επιδιώκουν την ανατροπή της αμερικανικής ηγεμονίας και δεδομένης της εναντίωσής τους στην εργατική επανάσταση, είναι ανίκανοι να διεξάγουν έναν συνεπή και πραγματικά προοδευτικό αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η απελευθέρωση των εργαζομένων του κόσμου από την καταπίεση και την εκμετάλλευση θα προωθηθεί και θα επιτευχθεί μόνο υπό τη σημαία της επανασφυρηλατημένης Τετάρτης Διεθνούς.

Σκοπός αυτού του κειμένου είναι να προσανατολίσει τους επαναστάτες για την περίοδο που έρχεται. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς οι επαναστατικές δυνάμεις παντού είναι αδύναμες, απαξιωμένες και εξαιρετικά αποπροσανατολισμένες. Ελπίζουμε ότι αυτό το κείμενο θα συμβάλει στην επίλυση αυτής της κατάστασης.

I. Μαρξισμός Εναντίον Γκραντουαλισμού

Πολιτικά, οι Δυτικοί φιλελεύθεροι, οι σοσιαλδημοκράτες, οι γραφειοκράτες των σωματείων, οι υπέρμαχοι της συμμαχίας BRICS+, οι Κινέζοι Σταλινικοί και πολλοί αποκαλούμενοι επαναστάτες μοιράζονται όλοι κάτι κοινό. Δηλαδή, παραλλαγές μιας βαθμιαίας και πασιφιστικής αντίληψης της ιστορίας και των παγκόσμιων σχέσεων, που τους παραλύει μπροστά στην ανανεωμένη επίθεση του Τραμπ.

Για τους φιλελεύθερους, είναι η αντίληψη ότι η κοινωνική πρόοδος και η δημοκρατία αναπτύσσονται σταδιακά με την πορεία της ιστορίας. Παρόμοια, οι σοσιαλδημοκράτες και οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες πιστεύουν ότι η ανάπτυξη των εργατικών οργανώσεων οδηγεί βαθμιαία στην πρόοδο, ακόμη και στον σοσιαλισμό. Οι υπέρμαχοι των BRICS+ θεωρούν τη βαθμιαία ανάπτυξη της Κίνας, της Ρωσίας και του Παγκόσμιου Νότου ως μια ανοδική, γραμμική πορεία προς μια νέα, πιο δίκαιη και «πολυπολική» παγκόσμια τάξη πραγμάτων. Παντού βλέπουμε την ίδια τάση: τα μεγάλα ρεύματα της ιστορίας περιορίζονται σε σταδιακή και βαθμιαία ανάπτυξη, οδηγώντας σε συνεχή και βαθμιαία πρόοδο.

Δυστυχώς για αυτούς, ο κόσμος δεν λειτουργεί έτσι. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, βλέπουμε ότι η βαθμιαία ανάπτυξη οδηγεί σε βίαιους και απότομους κλυδωνισμούς. Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε σταδιακά μέσα στο φεουδαρχικό σύστημα και στη συνέχεια ξεπήδησε από αυτό μέσω επαναστάσεων και πολέμων. Η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία οδηγεί βαθμιαία σε οικονομική κρίση. Η εκμετάλλευση των εργατών οδηγεί βαθμιαία σε απεργίες. Η σταδιακή συσσώρευση της ποσότητας μετατρέπεται σε ποιότητα, όχι ειρηνικά, αλλά μέσω ξαφνικών κλυδωνισμών. Και η κινητήρια δύναμη της αλλαγής στις κοινωνίες είναι η ταξική πάλη μεταξύ των καταπιεζόμενων και των καταπιεστών, που οδηγεί αναπόφευκτα σε βίαιες συγκρούσεις.

Η κυριαρχία των σταδιακών αντιλήψεων μεταξύ πολλών αριστερών αντανακλά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σχετικής σταθερότητας. Η ηγεμονία των ΗΠΑ μετά την καταστροφή της ΕΣΣΔ επέτρεψε την παγκοσμιοποίηση και την ταχεία επέκταση του παγκόσμιου εμπορίου. Υπό την στρατιωτική και οικονομική υπεροχή των ΗΠΑ, σχεδόν όλες οι χώρες συμμορφώθηκαν και το κεφάλαιο μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα, ενώ οι ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι των ΗΠΑ περιορίστηκαν σε λίγες χώρες που αψήφησαν τις διαταγές τους. Η οικονομική ανάπτυξη και η σχετική κοινωνική πρόοδος έδωσαν την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος έφτανε σταδιακά σε νέα ύψη. Αυτή ήταν η οικονομική βάση του φιλελευθερισμού, της κυρίαρχης ιδεολογίας της μετασοβιετικής περιόδου.

Δισεκατομμυριούχοι από τη Ρωσία αγόρασαν ποδοσφαιρικές ομάδες στη Βρετανία. Μεγιστάνες της βιομηχανίας από την Ινδία αγόρασαν επαύλεις στην Καλιφόρνια. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ενοποιήθηκε υπό το πρόσταγμα της ειρήνης και των φιλελεύθερων αξιών. Ακόμη και οι Κινέζοι Σταλινικοί πέταξαν την ενδυμασία τύπου Μάο και φόρεσαν κοστούμια και γραβάτες για να μεταμφιεστούν σε σεβαστούς καπιταλιστές. Οι οικονομικές σχέσεις φαίνονταν οργανικές, φυσικές και τόσο ελεύθερες όσο η παγκόσμια ροή του εμπορίου. Πολλοί στην αριστερά ξέχασαν ότι ο ιμπεριαλισμός διατηρείται με τη βία. Τον υποβάθμισαν σε μια αόριστη οικονομική έννοια για την «εξαγωγή κεφαλαίου» και εφόσον οι περισσότερες χώρες εξήγαγαν κάποιο κεφάλαιο, έτσι, ο ιμπεριαλισμός είναι παντού και πουθενά ταυτόχρονα. Κάθε χώρα με μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ, μεγάλο στρατό και πολλούς εκατομμυριούχους είχε γίνει κάπως ιμπεριαλιστική, σε μια μακρά και βαθμιαία κλίμακα του ιμπεριαλισμού.

Ωστόσο, η μετασοβιετική περίοδος κατέστη δυνατή χάρη στην υπεροχή μίας ιμπεριαλιστικής δύναμης: των ΗΠΑ, που κατέκτησαν την κυριαρχία στον κόσμο όχι μέσω μιας ειρηνικής και σταδιακής διαδικασίας, αλλά μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της μεγαλύτερης σφαγής στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η νίκη των ΗΠΑ τους επέτρεψε να ενοποιήσουν όλες τις παλιές αποικιακές δυνάμεις – Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία – σε μια συμμαχία υπό την ηγεσία των ΗΠΑ για να αντιμετωπίσουν τη Σοβιετική Ένωση. Οι ΗΠΑ κατέκτησαν την κυριαρχία σε ολόκληρο τον πλανήτη καταστρέφοντας τελικά τη Σοβιετική Ένωση μέσω της καπιταλιστικής αντεπανάστασης, η οποία ανέτρεψε τα κεκτημένα του 1917 και κατέστρεψε τον κοινωνικό ιστό της Ρωσίας και της Ανατολικής Ευρώπης.

Τώρα, ο Τραμπ θέτει τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό σε πολεμική προετοιμασία. Αντιστρέφει την παγκοσμιοποίηση, σπάει με τις φιλελεύθερες αξίες και θεσμούς και προχωρά στην αντιπαράθεση με την Κίνα. Αυτοί που είναι πιο σοκαρισμένοι από την επίθεση του Τραμπ είναι εκείνοι που προσκολλώνται στον γκραντουαλισμό. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς η βαθμιαία οικονομική παρακμή των ΗΠΑ θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε μια απότομη και βίαιη στροφή της αμερικανικής άρχουσας τάξης για να ενισχύσει τη θέση της με κάθε δυνατό μέσο. Το πλεονέκτημα των Μαρξιστών είναι ακριβώς ότι κατανοούμε ότι οι αυτοκρατορίες χτίζονται μέσω του πολέμου και διατηρούνται όχι μόνο μέσω των οικονομικών σχέσεων, αλλά και μέσω της βίας. Κατανοούμε ότι η αμερικανική αυτοκρατορία δεν θα αποχωρήσει από τη σκηνή της ιστορίας σταδιακά και ειρηνικά, αλλά μόνο μέσω της βίαιης εκτόπισής της. Δηλαδή, ή «με τον επαναστατικό μετασχηματισμό ολόκληρης της κοινωνίας ή με την κοινή καταστροφή των αντιμαχόμενων τάξεων», για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Κομμουνιστικού Μανιφέστου.

Ωστόσο, πολλές Μαρξιστικές ομάδες σήμερα πιστεύουν ότι η ηγεμονία των ΗΠΑ έχει ήδη τελειώσει! Πιστεύουν ότι η Ρωσία και η Κίνα έχουν βαθμιαία μετατραπεί σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Πιστεύουν ότι ο κόσμος έχει ήδη ξαναμοιραστεί, ότι οι ΗΠΑ έχασαν την ηγεμονική τους θέση ειρηνικά, μόνο μέσω της σταδιακής οικονομικής ανάπτυξης και χωρίς σημαντικές ρήξεις ή πολέμους, και ότι ο κόσμος είναι τώρα χωρισμένος μεταξύ ανταγωνιστικών ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Το λένε συχνά αυτό, ενώ ισχυρίζονται ότι είναι Λενινιστές. Ωστόσο, ο Λένιν σφυροκοπούσε συνεχώς για το πώς οι πόλεμοι ήταν ένα αναπόφευκτο χαρακτηριστικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος και το μέσο με το οποίο οι μεγάλες δυνάμεις αγωνίζονται για να ξαναμοιράσουν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής. Ο ρεβιζιονισμός της αριστεράς απέναντι στον Λένιν αποκαλύπτει μια σταδιακή αντίληψη, εξαφανίζοντας το γεγονός ότι ο κόσμος παραμένει μια αμερικανική αυτοκρατορία, της οποίας η απόλυτη δύναμη βασίζεται στον αμερικανικό στρατό και τις 750 βάσεις του που είναι διασκορπισμένες σε όλες τις ηπείρους.

Κατά μία έννοια, ο Τραμπ έχει καλύτερη αντίληψη αυτού από τους γκραντουαλιστές. Γνωρίζει ότι για να ενισχύσει τη θέση των ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστεί για πόλεμο και να στραγγαλίσει την Κίνα. Και γνωρίζει ότι για να το κάνει αυτό, πρέπει να συντρίψει τους φιλελεύθερους και τους δειλούς που στέκονται εμπόδιο. Τουλάχιστον, η πολιτική του Τραμπ μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να ξεκαθαρίσει στους γκραντουαλιστές μας ένα-δύο πράγματα σχετικά με την πραγματική φύση του ιμπεριαλισμού και των παγκόσμιων σχέσεων. Αυτό είναι κλειδί, καθώς όσοι θέλουν να πολεμήσουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό πρέπει να απαλλαγούν από κάθε γκραντουαλιστική ψευδαίσθηση. Χωρίς αυτό, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε τον κόσμο, την κατεύθυνση προς την οποία κινείται και κυρίως τι πρέπει να κάνουμε.

II. Πώς Λειτουργεί το Αμερικανικό Σύστημα

Πολλοί γνωρίζουν ότι οι ΗΠΑ κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Αλλά λίγοι καταλαβαίνουν πραγματικά πώς το κάνουν αυτό. Για να βγάλει κανείς άκρη με το τι κάνει ο Τραμπ, είναι σημαντικό να κάνουμε ένα βήμα πίσω και να κατανοήσουμε τον μηχανισμό που χρησιμοποιεί ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός, την εσωτερική του λειτουργία και τα όριά του.

Αυτό που επέτρεψε στις ΗΠΑ να βγουν νικήτριες από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και να υπερέχουν όλων των αντιπάλων τους ήταν η βιομηχανική τους ισχύ, που τους παρείχε τον ισχυρότερο στρατό. Είναι από αυτή τη θέση, που οι ΗΠΑ κατάφεραν να επιβάλουν το δολάριο ως το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα (που χρησιμοποιείται για το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου και διατηρείται ως αποθεματικό από τράπεζες και κυβερνήσεις). Το δολάριο ήταν συνδεδεμένο με τον χρυσό, γεγονός που του έδινε σταθερότητα. Σε γενικές γραμμές, οι ΗΠΑ δάνειζαν χρήματα σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, οι οποίες με τη σειρά τους τα χρησιμοποιούσαν για να αγοράσουν προϊόντα που κατασκευάζονταν σε αμερικανικά εργοστάσια. Με αυτόν τον τρόπο, χτίστηκε η αμερικανική αυτοκρατορία και οι παλιές αποικιακές δυνάμεις ενσωματώθηκαν ως μικρότεροι εταίροι για να κυριαρχήσουν στον υπόλοιπο κόσμο και να αντιμετωπίσουν την ΕΣΣΔ. Για πρώτη φορά, ο καπιταλιστικός κόσμος ενώθηκε γύρω από την εξουσία και το νόμισμα ενός και μόνου ηγεμόνα.

Όμως, καθώς οι ΗΠΑ διεξήγαγαν πόλεμο εναντίον των σοβιετικών συμμάχων σε όλο τον κόσμο και η Ευρώπη και η Ιαπωνία ανοικοδομούσαν τη βιομηχανική τους βάση, αυτή η σχέση άλλαξε. Τα αμερικανικά προϊόντα έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικά και οι ΗΠΑ άρχισαν να παρακμάζουν οικονομικά. Οι πόλεμοι στο εξωτερικό έθεταν τεράστια πίεση στον αμερικανικό προϋπολογισμό. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, για να χρηματοδοτήσουν τις αυξανόμενες εισαγωγές και τις στρατιωτικές περιπέτειες, οι ΗΠΑ τύπωναν περισσότερα χρήματα από ό,τι μπορούσαν να καλύψουν τα αποθέματα χρυσού τους. Παραδοσιακά, αυτό θα σήμαινε χρεοκοπία. Ωστόσο, οι ΗΠΑ κατάφεραν να το μετατρέψουν σε πλεονέκτημα με έναν μοναδικό τρόπο.

Εφόσον οι ΗΠΑ εισήγαγαν πλέον περισσότερα από όσα εξήγαγαν, οι ξένες χώρες συσσώρευσαν πολλά δολάρια, υποθέτοντας ότι ήταν μετατρέψιμα σε χρυσό. Ωστόσο, ο Πρόεδρος Νίξον περιόρισε τη μετατρεψιμότητα και το 1971 κατάργησε εντελώς τον κανόνα χρυσού. Οι ΗΠΑ μπορούσαν πλέον να τυπώνουν χρήμα χωρίς περιορισμούς. Επιπλέον, απαίτησαν από τις ξένες χώρες με πλεόνασμα δολαρίων να αγοράσουν αμερικανικά κρατικά ομόλογα, δηλαδή αμερικανικό χρέος (δανεισμός προς την αμερικανική κυβέρνηση με τόκο). Έτσι, από εκείνη τη στιγμή και μετά, οι ξένες χώρες θα κατασκευάζουν προϊόντα για τις ΗΠΑ, θα λαμβάνουν δολάρια σε αντάλλαγμα και θα επιστρέφουν αυτά τα δολάρια μέσω κρατικών ομολόγων, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν το αυξανόμενο αμερικανικό δημοσιονομικό έλλειμμα. Τα δολάρια θα επέστρεφαν επίσης στις ΗΠΑ μέσω επενδύσεων στο χρηματιστήριο ή της αγοράς περιουσιακών στοιχείων στις ΗΠΑ (ακίνητα κ.λ.π.). Με άλλα λόγια, οι ξένες χώρες θα πλήρωναν για τους πολέμους των ΗΠΑ και εφόσον οι ΗΠΑ μπορούσαν να τυπώνουν απεριόριστο ποσό δολαρίων, μπορούσαν να δανείζονται χωρίς όριο.

Το τέλος του κανόνα χρυσού προκάλεσε σοκ σε όλο τον κόσμο και πυροδότησε οικονομική αναταραχή και πληθωρισμό. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές ήταν εξοργισμένοι με αυτή τη μονομερή κίνηση, με τη Γαλλία να επιτίθεται στις ΗΠΑ για το «υπερβολικό προνόμιό» τους. Αλλά στο τέλος, η Ευρώπη δεν είχε άλλη εναλλακτική. Οι Ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές όπως και οι Ιάπωνες, επωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό ως μικρότεροι εταίροι της αμερικανικής αυτοκρατορίας, η οποία εξασφάλιζε τα συμφέροντά τους στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Δεδομένου ότι η άρνηση να υποκύψουν θα σήμαινε ρήξη με τις ΗΠΑ, αποδέχτηκαν να υποστούν ένα οικονομικό πλήγμα προκειμένου να διατηρήσουν την προνομιακή τους θέση. Οι ΗΠΑ έκλεισαν επίσης συμφωνία με τη σαουδική μοναρχία και άλλες χώρες του ΟΠΕΚ να πωλούν πετρέλαιο μόνο σε δολάρια, αγοράζοντας αμερικανικά κρατικά ομόλογα σε αντάλλαγμα για στρατιωτική προστασία. Αυτό ανάγκασε όσους ήθελαν να αγοράσουν πετρέλαιο να διατηρούν μεγάλα αποθέματα δολαρίων.

Εν τω μεταξύ, ο Τρίτος Κόσμος αναγκάστηκε να υποταχθεί. Για να αποκτήσουν δολάρια αυτές οι χώρες αναγκάστηκαν να λάβουν δάνεια με εξωφρενικά επιτόκια από αμερικανικές τράπεζες. Όταν δεν μπορούσαν να πληρώσουν, το ΔΝΤ τις ανάγκαζε να εφαρμόσουν μέτρα λιτότητας και ιδιωτικοποιήσεις και να ανοίξουν τις αγορές τους στις αμερικανικές εταιρείες, πνίγοντας δεκάδες χώρες σε μια κρίση χρέους που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Όσοι έβλεπαν την ΕΣΣΔ ως εναλλακτική λύση, αντιμετώπιζαν τη δύναμη της Ουάσινγκτον, από οικονομικές κυρώσεις και αποκλεισμούς έως αλλαγή καθεστώτος. Όλος ο καπιταλιστικός κόσμος υποτάχθηκε στις ΗΠΑ, είτε αναγκαστικά είτε λόγω των οικονομικών συμφερόντων του στην αμερικανική αυτοκρατορία. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτό ήταν δυνατό επειδή οι ΗΠΑ παρέμειναν η αδιαμφισβήτητη στρατιωτική δύναμη του καπιταλιστικού κόσμου. Το βιβλίο του οικονομολόγου Μάικλ Χάντσον εξηγεί:

«Οι Ηνωμένες Πολιτείες πέτυχαν αυτό που κανένα προηγούμενο αυτοκρατορικό σύστημα δεν είχε καταφέρει: μια μορφή παγκόσμιας εκμετάλλευσης που έλεγχε τις χρεωμένες χώρες επιβάλλοντας τη Συναίνεση της Ουάσινγκτον μέσω του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ενώ ο κανόνας των κρατικών ομολόγων υποχρέωνε τις χώρες της Ευρώπης, του ΟΠΕΚ και της Ανατολικής Ασίας με πλεόνασμα πληρωμών να χορηγήσουν αναγκαστικά δάνεια στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Κατά των περιοχών με έλλειμμα σε δολάρια, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέχισαν να εφαρμόζουν την κλασική πίεση του πιστωτή, την οποία η Ευρώπη και η Ιαπωνία δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν εναντίον τους. Οι χρεωμένες οικονομίες αναγκάστηκαν να επιβάλουν λιτότητα για να μπλοκάρουν τη δική τους εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Ο ρόλος που τους ανατέθηκε ήταν να εξάγουν πρώτες ύλες και να παρέχουν φθηνό εργατικό δυναμικό με μισθούς σε νομίσματα που υποτιμούνταν».

Υπερ-Ιμπεριαλισμός: Η Οικονομική Στρατηγική της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας (ISLET, 1972· τρίτη έκδοση, 2021)

Αν και ο Χάντσον περιγράφει αρκετά καλά τους μηχανισμούς εκμετάλλευσης του αμερικανικού συστήματος, τους παρουσιάζει συνεχώς ως λανθασμένες πολιτικές επιλογές των ηγετών της Ουάσινγκτον, οι οποίοι θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημά τους για να κάνουν καλό στον κόσμο. Αυτό που αρνείται είναι ότι η δημιουργία ενός μοναδικού μηχανισμού εκμετάλλευσης προήλθε από την ίδια τη λογική του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, δηλαδή από τα υλικά συμφέροντα της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής άρχουσας τάξης.

Βλέπουμε ότι καθώς το οικονομικό βάρος των ΗΠΑ παρήκμαζε και η βιομηχανία τους έγινε λιγότερο ανταγωνιστική, η εγχώρια παραγωγή από μόνη της δεν ήταν πλέον επαρκής για να στηρίξει το κόστος της αυτοκρατορίας τους. Η διατήρησή της απαιτούσε την εκτύπωση περισσότερου πλασματικού χρήματος και την απόσπαση περισσότερης αξίας από άλλες χώρες – μέσω εξαναγκαστικών δανείων, μέσω αμερικανικών κρατικών ομολόγων, αποπληρωμής χρεών σε αμερικανικές τράπεζες ή φθηνής εργασίας για αμερικανικές εταιρείες. Όσο περισσότερο παρήκμαζε η παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ, τόσο περισσότερο έπρεπε να χρησιμοποιούν παρασιτικά μέσα για να διατηρήσουν την παγκόσμια αυτοκρατορία τους. Η αντίφαση μεταξύ της φθίνουσας παραγωγικής δύναμης της αμερικανικής οικονομίας και του βάρους της αυτοκρατορίας διαρκώς τεντώνεται, με το σκοινί να γίνεται όλο και πιο λεπτό.

Το 1991, η Σοβιετική Ένωση κατέρρευσε υπό την έντονη πίεση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. Ξαφνικά, το αμερικανικό σύστημα επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη, αποφέροντας τεράστια κέρδη στις ΗΠΑ, αλλά και τροφοδοτώντας την παρακμή τους. Το κεφάλαιο μπορούσε να επεκταθεί παντού και σε νέες αγορές. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία επιτάχυνε την αποβιομηχάνιση στις ΗΠΑ και σε άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, μειώνοντας το οικονομικό τους βάρος και αυξάνοντας τη χρηματιστικοποίηση. Η παγκόσμια οικονομία οργανώθηκε ακόμη περισσότερο γύρω από μια ομάδα χωρών του Παγκόσμιου Νότου – ιδιαίτερα της Κίνας – των οποίων η φθηνή εργατική δύναμη παρήγαγε αγαθά για τις αγορές των ΗΠΑ και της Δύσης, ενώ μια άλλη ομάδα χωρών διατηρήθηκε σε απόλυτη εξαθλίωση μέσω του χρηματοπιστωτικού στραγγαλισμού.

Η Κίνα γνώρισε μια άνευ προηγουμένου βιομηχανική έκρηξη, εξάγοντας μεγάλες ποσότητες βιομηχανικών προϊόντων στις ΗΠΑ και τη Δύση. Συσσώρευσε τεράστια αποθέματα σε δολάρια, τα οποία επανεπένδυσε σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα. Μέχρι τη δεκαετία του 2000, η Κίνα κατείχε εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια σε αμερικανικό χρέος, γεγονός που ανησυχούσε ορισμένους στην Ουάσινγκτον. Με αυτόν τον τρόπο, η Κίνα διαδραμάτισε και εξακολουθεί να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο σύστημα του δολαρίου, όπως θα δούμε με την κρίση του 2008. Ωστόσο, η βιομηχανική δύναμη της Κίνας, το τεράστιο μέγεθος της οικονομίας της και οι αναπτυσσόμενες εμπορικές της σχέσεις άρχισαν να υπονομεύουν την κυριαρχία των ΗΠΑ. Πάρτε για παράδειγμα, την Πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI), το πρόγραμμα της Κίνας για την ανάπτυξη του εμπορίου της μέσω της παροχής έργων υποδομής, δανείων και φθηνών αγαθών στον Παγκόσμιο Νότο. Αν και υλοποιήθηκε μέσα στα πλαίσια του αμερικανικού συστήματος (πολλές επενδύσεις γίνονται σε δολάρια ΗΠΑ), η BRI υπονόμευε τα θεμέλιά του. Για τους ηγέτες των ΗΠΑ, η Κίνα γινόταν μια αυξανόμενη απειλή.

Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αποκάλυψε τις αδυναμίες της αμερικανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η βραχυπρόθεσμη συνέπεια της κρίσης ήταν η ενίσχυση του ρόλου του δολαρίου. Για να αποτρέψουν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, οι ΗΠΑ έφτασαν το «υπερβολικό προνόμιό» τους σε νέα ύψη, τυπώνοντας τεράστιες ποσότητες δολαρίων για να τα ρίξουν στην χρηματιστηριακή αγορά. Καθώς οι μικρότεροι εταίροι των ΗΠΑ ήταν επίσης στα πρόθυρα της κατάρρευσης, οι ΗΠΑ επέκτειναν απεριόριστες πιστωτικές γραμμές στις κεντρικές τράπεζες της Ευρώπης και σε άλλους συμμάχους – τις «γραμμές ανταλλαγής» (swap lines). Αυτές έγιναν μόνιμο χαρακτηριστικό, καθώς ολόκληρο το χρηματοπιστωτικό σύστημα απαιτούσε πλέον όλο και μεγαλύτερα ποσά πλασματικού χρήματος για να αποφευχθεί η κατάρρευσή του. Οι χώρες του Παγκόσμιου Νότου έλαβαν επίσης δάνεια από το ΔΝΤ για να αποτρέψουν την κατάρρευση των οικονομιών τους. Όλα αυτά πληρώθηκαν με μαζικά προγράμματα λιτότητας, ακόμα και στην Ευρώπη. Όμως οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν και αυτό, απαιτώντας από την Κίνα να αγοράσει τεράστιες ποσότητες κρατικών ομολόγων. Θέλοντας σταθερότητα, η γραφειοκρατία του ΚΚΚ το έκανε και στην πραγματικότητα χρηματοδότησε το σύστημα του δολαρίου καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης.

Η ίδια διαδικασία επαναλήφθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας σε ακόμη υψηλότερο επίπεδο. Καθώς οι οικονομίες σταμάτησαν, οι ΗΠΑ τύπωσαν ακόμη περισσότερο χρήμα (περισσότερο από το σύνολο των δαπανών τους κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, προσαρμοσμένο στα σημερινά δολάρια). Οι σύμμαχοί τους έκαναν το ίδιο, χρησιμοποιώντας τις γραμμές ανταλλαγής. Αυτό έφτασε το σύστημα στα όριά του, προκαλώντας πληθωρισμό και μια τεράστια φούσκα στο χρηματιστήριο. Το έλλειμμα των ΗΠΑ επίσης εκτοξεύθηκε, σε σημείο που οι ΗΠΑ ξοδεύουν πλέον ένα τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως μόνο για την πληρωμή τόκων. Επιπλέον, μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, η Ρωσία ουσιαστικά αποκλείστηκε από το σύστημα του δολαρίου. Ήταν η πρώτη φορά από τον Ψυχρό Πόλεμο που μια σημαντική οικονομία αποκλείστηκε, αλλά αυτό δεν συνέτριψε τη Ρωσία. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία κατάφερε να λειτουργήσει και μάλιστα να νικήσει στο πεδίο της μάχης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες και άλλοι ακόμη έχουν πιέσει το αμερικανικό σύστημα στα όρια της ύπαρξής του. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός χρειάζεται επειγόντως μια νέα στρατηγική και γι’ αυτό ο Τραμπ κομματιάζει το status quo.

III. Η Επερχόμενη Οικονομική Κρίση

Οι δασμοί του Τραμπ έχουν ήδη προκαλέσει χάος στη χρηματιστηριακή αγορά. Η χρηματοπιστωτική αστάθεια είναι βέβαιο ότι θα σπάσει τη μαζική φούσκα των περιουσιακών στοιχείων, που χτίζεται από το 2008. Το κείμενο του Διεθνούς Συνεδρίου του 2023 προέβλεπε ότι θα σπάσει νωρίτερα (βλ. «Η Παρακμή της Αμερικανικής Ηγεμονίας & ο Αγώνας για την Εργατική Εξουσία», Ο Μπολσεβίκος τεύχος 8, Δεκέμβριος 2023). Ωστόσο, οι περαιτέρω κερδοσκοπίες γύρω από την τεχνητή νοημοσύνη και τις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες την κράτησαν ζωντανή λίγο περισσότερο. Τώρα όμως η έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης ξεφουσκώνει και η νέα αμερικανική κυβέρνηση δεν ξοδεύει τεράστια ποσά όπως πριν. Μια οικονομική κρίση ή τουλάχιστον μια μεγάλη ύφεση είναι βέβαιη.

Μια οικονομική ύφεση θα επιδεινώσει όλες τις τρέχουσες οικονομικές και πολιτικές τάσεις. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ακρίβεια πώς θα εξελιχθεί αλλά είναι πιθανά δύο γενικά σενάρια: είτε θα καταρρεύσει ολόκληρη η μεταπολεμική τάξη πραγμάτων, τερματίζοντας την κυριαρχία του δολαρίου, είτε η πλειοψηφία των χωρών θα δεχτεί για άλλη μια φορά να θυσιάσει ένα κομμάτι της σάρκας της για να σώσει το αμερικανικό σύστημα, το οποίο θα συνεχίσει να λειτουργεί σε ακόμη πιο καταπιεστική βάση. Πιστεύουμε ότι η δεύτερη επιλογή είναι πολύ πιο πιθανή, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα.

Όπως είδαμε το 2008, μια χρηματοπιστωτική κατάρρευση δεν θα ωθήσει τις χώρες να εγκαταλείψουν το δολάριο. Όταν χτυπά η κρίση, τα δολάρια επιστρέφουν στο «ασφαλές καταφύγιο» των ΗΠΑ, στερώντας τα δολλάρια από όλους τους άλλους. Και ποιός έχει τον έλεγχο της ροής του δολαρίου; Οι ηγέτες των ΗΠΑ φυσικά. Τώρα που οι ΗΠΑ, οι οποίες παραμένουν η μεγαλύτερη καταναλωτική αγορά, έχουν επιβάλει δασμούς σε όλους, έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στην παγκόσμια σκηνή, μια οικονομική κρίση δεν θα υπονομεύσει τον Τραμπ, αλλά στην πραγματικότητα θα ενισχύσει τη θέση του έναντι όλων των άλλων.

Οι τράπεζες στην Ευρώπη, την Ιαπωνία, τον Καναδά και σε άλλους μικρούς εταίρους των ΗΠΑ θα χρειαστούν μαζικές εισροές μετρητών για να αποφύγουν την κατάρρευση. Θα στραφούν προς τις ΗΠΑ, οι οποίες θα απαιτήσουν ένα τίμημα με τη μορφή λιτότητας και παραχωρήσεων για τις αμερικανικές εταιρείες. Πολλά έχουν ειπωθεί για την πιθανότητα οι ΗΠΑ να επιβάλουν μια «Συμφωνία Μαρ-α-Λάγκο» στους συμμάχους τους – ένα σχέδιο που θα τους αναγκάσει να αγοράσουν νέα αμερικανικά κρατικά ομόλογα με μακροπρόθεσμη δέσμευση και χαμηλότερα επιτόκια, να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες (αγοράζοντας όπλα αμερικανικής κατασκευής) και να βοηθήσουν στην υποτίμηση του δολαρίου για να ενισχύσουν τις εξαγωγές των ΗΠΑ. Με άλλα λόγια, να σαμποτάρουν τις οικονομίες τους για να στηρίξουν την οικονομία των ΗΠΑ, χρηματοδοτώντας παράλληλα το αμερικανικό έλλειμμα με πολύ φθηνότερο επιτόκιο. Αντιμέτωποι με μια κρίση, η πίεση στους συμμάχους των ΗΠΑ θα δεκαπλασιαστεί για να αποδεχθούν μια τέτοια συμφωνία.

Στον Παγκόσμιο Νότο, οι επενδύσεις και τα κεφάλαια θα αποσυρθούν. Μια κρίση θα σκάσει επίσης τις μικρότερες φούσκες, όπως αυτή που οδηγεί σήμερα τη χρηματιστηριακή αγορά στην Ινδία. Τα εμβάσματα θα μειωθούν. Πρόκειται για χρήματα που στέλνουν οι μετανάστες που εργάζονται στο εξωτερικό (συχνά στη Δύση), τα οποία αποτελούν τεράστιες πηγές εσόδων και ρευστότητας. (Για παράδειγμα, τα εμβάσματα αντιπροσωπεύουν το 8,5 τοις εκατό του ΑΕΠ στις Φιλιππίνες και το 4,5 τοις εκατό στο Μεξικό. Πολλές άλλες χώρες αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση). Η έλλειψη δολαρίων θα γίνει έντονα αισθητή, ιδίως για την αποπληρωμή του χρέους, το οποίο σε δεκάδες χώρες έχει φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Το ΔΝΤ θα παρέμβει με προγράμματα «αναδιάρθρωσης του χρέους», που θα επιβαρύνουν τις κυβερνητικές δαπάνες, τα κρατικά περιουσιακά στοιχεία, τους προστατευτικούς φραγμούς και τα εθνικά έσοδα.

Πολλές από αυτές τις χώρες βρίσκονται ήδη σε κρίσιμο σημείο. Στο Μεξικό, το 70 τοις εκατό του πληθυσμού λαμβάνει οικονομική στήριξη από το κράτος, η οποία συχνά αποτρέπει την πείνα. Μια κρίση πιθανότατα θα καταργήσει πολλά από αυτά τα κρατικά κοινωνικά προγράμματα. Στην Ινδία, μόνο το 10 τοις εκατό των 1,4 δισεκατομμυρίων κατοίκων έχει χρήματα να ξοδέψει, ενώ το 90 τοις εκατό ζει μέρα με τη μέρα. Η περαιτέρω πίεση είναι βέβαιο ότι θα έχει εκρηκτικές συνέπειες, μεταξύ άλλων και με την όξυνση των ήδη έντονων διαιρέσεων μεταξύ καστών, θρησκειών και εθνικοτήτων. Στη Νότια Αφρική, όπου η ανεργία έχει ήδη φτάσει το 32 τοις εκατό, οι ΗΠΑ έχουν θέσει ως στόχο να συντρίψουν τη χώρα, και μια κρίση εκεί είναι βέβαιο ότι θα στραγγαλίσει περαιτέρω την οικονομία της.

Αυτές είναι χώρες όπου οι ΗΠΑ και η Δύση γενικότερα έχουν οικονομικά συμφέροντα. Θα θέλουν να τις διασώσουν, σίγουρα με υπερβολικό τίμημα. Ωστόσο, υπάρχει μια ομάδα χωρών που οι ιμπεριαλιστές δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να αφήσουν σε κατάσταση απόλυτου χάους, αρκεί να μπορούν να λεηλατούν τους πόρους τους και να μην αναδυθεί καμία δύναμη ικανή να τους ενώσει όλους εναντίον της λεηλασίας τους. Αυτό ισχύει για μεγάλο μέρος της Ανατολικής και Κεντρικής Αφρικής και για ορισμένες χώρες της Μέσης Ανατολής. Ήδη διαλυμένες από την πείνα και τους πολέμους, μια κρίση θα εξαφανίσει τα πενιχρά έσοδα που λαμβάνουν από την παγκόσμια αγορά. Αναμένεται ότι η οικονομική πίεση εκεί θα τροφοδοτήσει περαιτέρω αιματηρούς περιφερειακούς και εθνοτικούς πολέμους, καθώς και ακόμη μεγαλύτερες ροές προσφύγων.

Η κατάσταση της ακραίας εξαθλίωσης που επικρατεί σε ολόκληρο τον Παγκόσμιο Νότο (εκτός από την Κίνα και τη Ρωσία) θα προκαλέσει κοινωνικές εκρήξεις και θα ασκήσει τεράστια πίεση στα καθεστώτα. Οι αδύναμες εθνικές αστικές τάξεις θα αναγκαστούν όλο και περισσότερο να ταλαντεύονται μεταξύ της πλήρους ευθυγράμμισης με τα σχέδια των ΗΠΑ ή να στηριχθούν στο αντιιμπεριαλιστικό συναίσθημα των μαζών. Σε κάθε περίπτωση, αυτό θα σημαίνει μια αυξανόμενη τάση προς τον βοναπαρτισμό και ακόμη και πιθανά πραξικοπήματα.

Όσον αφορά τη Ρωσία, η μετατροπή της σε πολεμική οικονομία της επέτρεψε την ανάπτυξη παρά τον αποκλεισμό της από το σύστημα του δολαρίου. Το καθεστώς των ολιγαρχών είναι σχετικά σταθερό, ιδίως δεδομένης της επικείμενης νίκης του στην Ουκρανία. Αλλά μια κρίση θα προκαλέσει την κατάρρευση της τιμής του πετρελαίου, ενός από τα κύρια εξαγωγικά προϊόντα της Ρωσίας, και αναπόφευκτα θα δημιουργήσει δυσκολίες και εκεί. Ωστόσο, τα πραγματικά προβλήματα της Ρωσίας θα αρχίσουν πιθανότατα μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, όταν σταματήσει η πολεμική παραγωγή και αποστρατευθούν δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες.

Ένα από τα μεγαλύτερα ζητήματα που θέτει η επερχόμενη κρίση είναι τι θα κάνει η Κίνα. Όπως είδαμε, το 2008 η ηγεσία του ΚΚΚ στήριξε αποτελεσματικά το σύστημα του δολαρίου αγοράζοντας τεράστιες ποσότητες αμερικανικών κρατικών ομολόγων. Καθώς οι ΗΠΑ θα χρειαστεί να βάλουν ξανά σε λειτουργία τα νομισματοκοπικά μηχανήματα, είναι πιθανό να απαιτήσουν και πάλι από την Κίνα να συμβάλει στη σταθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Με τις ΗΠΑ να επιδιώκουν ανοιχτά να στραγγαλίσουν την Κίνα, αυτό θα φαινόταν αδιανόητο. Ωστόσο, η γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι μια συντηρητική δύναμη, που ενδιαφέρεται για τη δική της σταθερότητα και τα προνόμιά της και βρίσκεται εγκλωβισμένη ανάμεσα σε μια τεράστια εργατική τάξη και τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Επομένως, είναι πιθανό ότι θα θέλει να σώσει το δολάριο σε μια περίοδο κρίσης. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς πώς αυτό θα εξελιχθεί ή αν το ΚΚΚ θα αναγκαστεί να υιοθετήσει μια πιο συγκρουσιακή στάση. Αλλά κανείς δεν πρέπει ποτέ να υποτιμάει την αποφασιστικότητα των Σταλινικών γραφειοκρατιών να επιδιώξουν συμβιβασμό με τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό.

Αυτές οι προβλέψεις βασίζονται στις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις που πιθανότατα θα έχει μια κρίση, καθώς ο έλεγχος των ΗΠΑ επί του παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος και των ροών κεφαλαίων θα ενισχύσει τη θέση τους. Αλλά αυτό θα ισχύει μόνο αρχικά. Ο κόσμος δεν είναι ίδιος με το 2008. Η θέση των ΗΠΑ είναι πιο αδύναμη, καθώς αντιμετωπίζουν αυξανόμενες προκλήσεις, και το τίμημα που πρέπει να απαιτήσουν για να στηρίξουν το σύστημα του δολαρίου είναι υψηλότερο. Ο εκβιασμός του κόσμου μέσω του συστήματος του δολαρίου εξαρτάται πάνω απ’ όλα, από την προθυμία των μικρότερων ιμπεριαλιστών εταίρων της αυτοκρατορίας να αποδεχθούν τον υποδεέστερο ρόλο τους σε αντάλλαγμα για ορισμένα προνόμια· από την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων για κάποιους και από τον ωμό εξαναγκασμό για τους υπόλοιπους. Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, οποιαδήποτε από αυτές τις δυνάμεις θα μπορούσε, με διάφορους τρόπους, να αποσχιστεί από το σύστημα του δολαρίου. Αυτό δεν θα ήταν αυτόματα μια προοδευτική εξέλιξη. Μπορεί να είναι προοδευτική μόνο αν προωθήσει τον αγώνα της διεθνούς εργατικής τάξης ενάντια σε ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα.

IV. Ο Πόλεμος στην Ουκρανία

Κανένα άλλο ζήτημα δεν έχει προκαλέσει τόση υστερία στους φιλελεύθερους όσο η προσέγγιση του Τραμπ στον πόλεμο στην Ουκρανία και η στροφή πολιτικής που εφαρμόζει η κυβέρνησή του. Πολλοί ούρλιαξαν προδοσία, υποστηρίζοντας ότι ο Τραμπ συνθηκολογεί με έναν άλλο αυταρχικό ηγέτη και εγκαταλείπει την Ευρώπη, η οποία τώρα στέκεται μόνη ως φορέας της ελευθερίας, της δημοκρατίας και των αξιών της μεταπολεμικής τάξης. Και πάλι, για να κατανοήσουμε οτιδήποτε, το πρώτο βήμα είναι να αφήσουμε κατά μέρος τη φιλελεύθερη υστερία.

Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Υπουργείου Άμυνας της Ουκρανίας, των οποίων οι αναφορές για τη στρατιωτική κατάσταση επαναλαμβάνονται χωρίς κριτική από τα φιλελεύθερα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς, η Ουκρανία χάνει αυτόν τον πόλεμο. Η περιπέτεια του Ζελένσκι στο Κουρσκ κατέληξε σε πλήρη καταστροφή και σε όλο το μέτωπο ο στρατός αντιμετωπίζει έλλειψη ανδρών και όπλων και καταστρέφεται. Εν τω μεταξύ, οι ρωσικές δυνάμεις προωθούνται παντού, ο στρατός τους αυξάνεται και φαίνεται να προετοιμάζεται μια μεγάλη επίθεση. Ενώ η ουκρανική οικονομία είναι ερείπιο, η ρωσική οικονομία αναπτύσσεται παρά τις βαριές κυρώσεις και έχει αναδιοργανωθεί για μαζική στρατιωτική παραγωγή. Επιπλέον, ο εφοδιασμός της Ουκρανίας για έναν υψηλής έντασης βιομηχανικό πόλεμο έχει εξαντλήσει τα δυτικά αποθέματα όπλων με έναν μη βιώσιμο ρυθμό. Έχει αποκαλυφθεί έντονα η βιομηχανική ανικανότητα της Δύσης: ενώ το σύνολο του ΝΑΤΟ μπορεί να παράγει 1,2 εκατομμύρια πυρομαχικά το χρόνο, η Ρωσία από μόνη της παράγει πάνω από τρία εκατομμύρια.

Από τη σκοπιά της Ουάσινγκτον, που είναι μακράν ο μεγαλύτερος χορηγός στρατιωτικής βοήθειας, η πολιτική πλήρους εχθρότητας προς τη Ρωσία και υποστήριξης προς την Ουκρανία μέχρι την ολοκληρωτική νίκη έχει αποδειχθεί μια δαπανηρή αποτυχία. Η νέα διακυβέρνηση απλώς προσαρμόζει την αμερικανική πολιτική στην πραγματικότητα. Οι ΗΠΑ δεν έχουν ζωτικά συμφέροντα στην Ουκρανία. Ενώ η Ρωσία όντως αποτελεί μια γεωστρατηγική πρόκληση για τα αμερικανικά σχέδια, η μικρή οικονομία της δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση απειλή στο επίπεδο της Κίνας. Γι’ αυτό, για πολλούς στη νέα αμερικανική διακυβέρνηση, τα τρία χρόνια του πολέμου στην Ευρώπη ήταν σπατάλη πόρων που θα μπορούσαν να είχαν αξιοποιηθεί καλύτερα στον Ειρηνικό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επίσης ενισχύσει τους δεσμούς μεταξύ Ρωσίας και Κίνας, κάτι που αποτελεί πρόβλημα για τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι λογικό οι ΗΠΑ να επιδιώκουν όχι μόνο τον τερματισμό του πολέμου – ακόμη και αν αυτό σημαίνει παραχωρήσεις προς τη Ρωσία – αλλά και την οικονομική και πολιτική επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία. Αυτό θα μπορούσε να φέρει τη Ρωσία πιο κοντά στη Δύση και μακριά από την Κίνα, ή τουλάχιστον να την εξουδετερώσει ως ενοχλητικό παράγοντα.

Από τη σκοπιά του Κρεμλίνου, η Ουκρανία – μια συνοριακή χώρα που ιστορικά βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας – είναι ζωτικής σημασίας. Η κατακραυγή για τον ρωσικό επεκτατισμό καλύπτει την πραγματικότητα ότι τις τελευταίες τρεις δεκαετίες ήταν το ΝΑΤΟ και η ΕΕ που επεκτάθηκαν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας, παρά τις συνεχείς αντιρρήσεις της. Αυτό που θέλει ο Πούτιν και αυτό που επιδιώκει εδώ και καιρό, είναι μια συμφωνία με τη Δύση για να εξασφαλίσει τα δυτικά σύνορά του, να τερματίσει τον επεκτατισμό του ΝΑΤΟ και να διασφαλίσει την επιρροή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υποδέχτηκε με προσοχή την προσέγγιση του Τραμπ. Ωστόσο, η ρωσική άρχουσα τάξη δεν έχει κανένα συμφέρον να αγκαλιάσει τη Δύση και να κόψει τους δεσμούς της με την Κίνα. Αντιθέτως, από τη δική τους πλευρά, μια συμφωνία με τις ΗΠΑ θα ήταν επωφελής όχι μόνο για τον τερματισμό της επέκτασης του ΝΑΤΟ, αλλά και για να μπορέσουν να παίξουν την Κίνα εναντίον των ΗΠΑ και αντίστροφα, αποκομίζοντας οφέλη και από τις δύο πλευρές για την ανάπτυξη της οικονομίας τους.

Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν δείξει πόσο λάθος έχουν κάνει όσοι στην αριστερά τάχθηκαν είτε με την Ουκρανία είτε με τη Ρωσία. Το κύριο επιχείρημα των σοσιαλιστών που υποστήριξαν τη Ρωσία ήταν ότι η νίκη της θα ήταν ένα πλήγμα για τις ΗΠΑ και ως εκ τούτου, μια προοδευτική εξέλιξη. Η επικείμενη νίκη της Ρωσίας δείχνει ξεκάθαρα τη χρεοκοπία μιας τέτοιας θέσης. Ενώ οι ΗΠΑ όντως χάνουν τον πόλεμο, δεν πολεμούν άμεσα αλλά μέσω αντιπροσώπου. Αυτό το βασικό χαρακτηριστικό έχει απορριφθεί ως άσχετο από τους φιλορώσους «σοσιαλιστές». Ωστόσο, αυτό είναι που επιτρέπει στις ΗΠΑ να αλλάξουν τώρα απλά τη στάση τους, να θυσιάσουν τον αντιπρόσωπό τους και να επιδιώξουν μια συμφωνία με τη Ρωσία για να λεηλατήσουν από κοινού την Ουκρανία. Ως αποτέλεσμα, όποιο και αν είναι το περιεχόμενο μιας μελλοντικής συμφωνίας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας (αν υπάρξει), ο πόλεμος της Ρωσίας δεν θα έχει προωθήσει τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό στην Ανατολική Ευρώπη, ούτε θα έχει αποδυναμώσει τις ΗΠΑ με ουσιαστικό τρόπο. Αντίθετα, το αποτέλεσμα θα είναι η καταπίεση της Ουκρανίας από τη Ρωσία, ο επανεξοπλισμός της Ευρώπης και η μετατόπιση της προσοχής των ΗΠΑ προς την αντιπαράθεση με την Κίνα – όλες αντιδραστικές και προβλέψιμες εξελίξεις.

Εξίσου χρεοκοπημένοι είναι και οι σοσιαλιστές που υποστήριξαν την Ουκρανία. Το κύριο επιχείρημά τους ήταν η ανάγκη να υπερασπιστούν την κυριαρχία ενός μικρού έθνους ενάντια στην ξένη επιθετικότητα. Αλλά η υπεράσπιση της κυριαρχίας της Ουκρανίας μπορούσε να γίνει μόνο ενάντια στην κυβέρνησή της. Για χρόνια, το καθεστώς στο Κίεβο διεξήγαγε μια πολιτική καταπίεσης της ρωσόφωνης μειονότητας – περίπου το 20 τοις εκατό του πληθυσμού – ενώ διεξήγαγε πόλεμο για να διατηρήσει την Κριμαία και τις ανατολικές περιοχές που σαφώς επιδίωκαν την απόσχιση. Ταυτόχρονα, έχει ευθυγραμμιστεί με το ΝΑΤΟ, την ΕΕ και τις ΗΠΑ, παραχωρώντας τη στρατιωτική και οικονομική κυριαρχία της σε αυτούς τους ιμπεριαλιστές. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί η Ουκρανία σε αποικία της Δύσης, εξασφαλίζοντας την πλήρη εχθρότητα της Ρωσίας και παρέχοντάς της τα τέλεια προσχήματα για πόλεμο. Η καταστροφική στρατηγική του Ζελένσκι να συνδέσει τη μοίρα της Ουκρανίας με τις ΗΠΑ – που αποτυπώθηκε με τον καλύτερο τρόπο στην ταπείνωσή του στο Οβάλ Γραφείο – έχει επιβεβαιώσει τραγικά τα λόγια του Χένρι Κίσινγκερ: «Μπορεί να είναι επικίνδυνο να είσαι εχθρός της Αμερικής, αλλά να είσαι φίλος της Αμερικής είναι θανατηφόρο». Οι σοσιαλιστές που υπερασπίστηκαν την ουκρανική κυβέρνηση, κριτικά ή μη, κατέληξαν να γίνουν χρήσιμοι ηλίθιοι στα παιχνίδια των ιμπεριαλιστών.

Η μόνη σοσιαλιστική πολιτική σε έναν τέτοιο αντιδραστικό πόλεμο ήταν και εξακολουθεί να είναι η πάλη για την αδελφοποίηση των Ουκρανών και των Ρώσων, σε συνδιασμό με την άνευ όρων εναντίωση στον δυτικό ιμπεριαλισμό και τις μαριονέτες του στην Ουκρανία και την εναντίωση στον μεγαλορωσικό σοβινισμό, σε συνδυασμό με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ρωσικών μειονοτήτων. Αυτή είναι η μόνη πορεία που μπορεί να ενώσει την εργατική τάξη ολόκληρης της περιοχής. Έτσι μπορεί να σπάσει με προοδευτικό τρόπο ο κλοιός των ιμπεριαλιστών γύρω από τη Ρωσία, να εξασφαλιστεί η ελευθερία της Ουκρανίας και να απελευθερωθεί όλη η Ανατολική Ευρώπη από την εθνική καταπίεση. Αυτή η προοπτική πάντα θα αντιμετώπιζε σημαντικά εμπόδια, αλλά παραμένει ο μόνος προοδευτικός δρόμος. Η αποτυχία του εργατικού κινήματος να υιοθετήσει μια ανεξάρτητη πολιτική – με τους ηγέτες του να βρίσκονται είτε πίσω από τους ιμπεριαλιστές και τις μαριονέτες τους είτε πίσω από τους Ρώσους ολιγάρχες – έχει πλέον καταστήσει βέβαιο ότι η έκβαση του πολέμου θα είναι καταστροφική για τους εργάτες στην Ουκρανία, τη Ρωσία και όλη την Ευρώπη.

Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ βρίσκονται ακόμη σε αρχικό στάδιο και μπορεί να διαρκέσουν μήνες. Ενώ οι ΗΠΑ επιθυμούν να τερματίσουν τον πόλεμο το συντομότερο δυνατό, η Ρωσία δεν βιάζεται. Κερδίζει στο πεδίο της μάχης, προετοιμάζει νέες επιθέσεις και δεν βλέπει την ανάγκη να κάνει παραχωρήσεις. Αυτό θα αποδειχθεί προβληματικό για τις ΗΠΑ, που θα θέλουν να περιορίσουν τη ζημιά. Επιπλέον, οι ΗΠΑ πρέπει να διαχειριστούν τον ουκρανικό τους αντιπρόσωπο, τον οποίο έχουν ενισχύσει για πάνω από μια δεκαετία τροφοδοτώντας τους Ουκρανούς υπερεθνικιστές, οι οποίοι δεν είναι γνωστοί για τη συμβιβαστική τους στάση απέναντι στη Ρωσία. Μέχρι στιγμής, οι Ουκρανοί έχουν κάνει τα πάντα για να εκτροχιάσουν τις διαπραγματεύσεις. Επομένως, το ερώτημα δεν είναι αν ο Ζελένσκι θα ανατραπεί αλλά πότε, πώς και από ποιόν. Οι ΗΠΑ πρέπει επίσης να διαχειριστούν την εχθρότητα του μεγαλύτερου μέρους του ευρωπαϊκού κατεστημένου, καθώς και ενός μέρους της αμερικανικής πολιτικής τάξης.

Δεδομένης της αδράνειας στη Δύση, είναι πιθανό η Ρωσία να χρειαστεί περισσότερες κατακτήσεις μέσω μιας σημαντικής εξέλιξης στο μέτωπο, συμπεριλαμβανομένης της προέλασης τανκ στο Κίεβο, μια προοπτική που δεν είναι πλέον απίθανη. Τότε θα ανοίξει ο δρόμος για μια συμφωνία μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας με τους όρους της Ρωσίας. Αυτή θα περιλαμβάνει την εξασφάλιση του ρωσικού ελέγχου στις τέσσερις ανατολικές περιοχές της Ουκρανίας, την απομάκρυνση του καθεστώτος Ζελένσκι, το τέλος της ανατολικής επέκτασης του ΝΑΤΟ και της υποστήριξής του προς ό,τι έχει απομείνει από την Ουκρανία. Ορισμένες κυρώσεις ενδέχεται να αρθούν, αν και παραμένει να δούμε αν οι εμπορικές σχέσεις με την Ευρώπη θα επανέλθουν στα προ του 2014 επίπεδα. Σε αντάλλαγμα, οι ΗΠΑ θα στηριχθούν πιθανώς στη Ρωσία για να τις βοηθήσει αλλού, για παράδειγμα να ασκήσει πίεση στο Ιράν να εγκαταλείψει το πυρηνικό του πρόγραμμα.

Ωστόσο, υπάρχει μια πιο θεμελιώδης συνέπεια από μια ενδεχόμενη συμφωνία ασφαλείας μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας: η συντριβή της Ευρώπης σε μια αντιδραστική συμφωνία. Ούτε οι ΗΠΑ, το αφεντικό της Ευρώπης, ούτε η Ρωσία έχουν συμφέρον από την αστάθεια στην Ευρώπη. Αυτό ήταν πάντα κακός οιωνός για τη Ρωσία, και οι ΗΠΑ χρειάζονται μια σταθερή Ευρώπη για να επικεντρώσουν την προσοχή τους αλλού. Η Ρωσία, με τη στρατιωτική της δύναμη, τους άφθονους φυσικούς πόρους και το απόθεμα θρησκευτικού συντηρητισμού, θα μπορούσε κάλλιστα να βρει κοινό έδαφος με το αμερικανικό χρηματιστικό κεφάλαιο και το νέο κυρίαρχο δεξιό χριστιανικό κατεστημένο για να ασκήσει πίεση στη φιλελεύθερη Ευρώπη. Μια επαναπροσέγγιση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας θα λειτουργούσε ως συντηρητικός και αντιδραστικός σταθεροποιητικός παράγοντας στην Ευρώπη.

Αυτός ήταν ο ρόλος της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή πολιτική καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα: ένα προπύργιο της αντίδρασης στο οποίο μπορούσε να στηριχθεί η Βρετανία, η μεγάλη δύναμη της εποχής, για να σταθεροποιήσει την Ευρώπη. Αν και η σημερινή κατάσταση είναι προφανώς διαφορετική, μια αμερικανορωσική συμφωνία που θα καθορίζει την ευρωπαϊκή πολιτική θα ήταν προς το συμφέρον τόσο της Ρωσίας όσο και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, ιδίως καθώς ο τελευταίος προωθεί μια θεμελιώδη πολιτική αναδιάταξη στην ήπειρο.

V. Ευρώπη και Αμερική

Οι διαπραγματεύσεις του Τραμπ με τη Ρωσία, η ταπείνωση του Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο, η επιβολή δασμών και η ομιλία του Τζ. Ντ. Βανς, που καταγγέλλει το ευρωπαϊκό φιλελεύθερο κατεστημένο ως «εσωτερικό εχθρό», έχουν προκαλέσει σοκ σε όλη την Ευρώπη. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, η ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων που βασίζεται στην παγκοσμιοποίηση, το ελεύθερο εμπόριο, τις φιλελεύθερες αξίες και την εχθρότητα προς τη Ρωσία – ένα σύστημα που χτίστηκε για χρόνια υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και εγγυάται από τη στρατιωτική τους δύναμη – δέχεται συνεχείς επιθέσεις από τον Λευκό Οίκο. Ο πανικός κυριεύει τις ευρωπαϊκές ελίτ. Για χρόνια οι φιλελεύθεροι πολιτικοί, που είχαν γίνει όλο και πιο μισητοί από τον ίδιο τους τον πληθυσμό, μπορούσαν τουλάχιστον να παρηγορούνται με το γεγονός ότι παρέμεναν στις καλές χάρες της παγκόσμιας υπερδύναμης. Όχι πια. Η νέα διακυβέρνηση Τραμπ έχει σηματοδοτήσει το θάνατο του φιλελευθερισμού σε ολόκληρη την αμερικανική αυτοκρατορία, καθιστώντας τη φιλελεύθερη «παρασιτική» Ευρώπη πρωταρχικό στόχο πολιτικής αναδιάταξης.

Η διακυβέρνηση Τραμπ πρέπει να αποσπάσει περισσότερα από την Ευρώπη προκειμένου να ενισχύσει τη θέση των ΗΠΑ, ιδίως όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες και τους εμπορικούς όρους. Μακριά από το να εγκαταλείψουν την Ευρώπη, οι ΗΠΑ την χρειάζονται για να εδραιώσουν ένα πιο επιθετικό αντικινεζικό μπλοκ που θα μπορεί να συμβάλει καλύτερα στην ασφάλεια των ΗΠΑ. Το πρόβλημα όμως είναι ότι για να συμβεί αυτό, η Ευρώπη χρειάζεται μια μαζική αναδιάταξη. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και οι κυβερνητικές δομές δημιουργήθηκαν για να εξυπηρετούν την παλιά φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων των ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση – ένας τεράστιος γραφειοκρατικός μηχανισμός συνδεδεμένος με αμέτρητους φιλελεύθερους θεσμούς – έχει βαθιά ριζωμένα οικονομικά συμφέροντα στο status quo. Και η Ευρώπη εξακολουθεί να ηγείται από πολιτικούς όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, ο Φρίντριχ Μερτς, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Κιρ Στάρμερ και ο Πέδρο Σάντσεθ. Αυτοί οι ηγέτες, των οποίων η καριέρα χτίστηκε στην παλιά φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων και οι οποίοι προσκολλώνται σε αυτήν, αντιπροσωπεύουν από πολλές απόψεις το τεράστιο πολιτικό χάσμα μεταξύ της παλιάς, μετασοβιετικής Ευρώπης και της νέας, δεξιάς αμερικανικής διακυβέρνησης.

Αφού ο Τραμπ ταπείνωσε τον Ζελένσκι, η Κάγια Κάλλας επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ και ακραία αντιρωσική πολεμοκάπηλη, ανακοίνωσε ότι «ο ελεύθερος κόσμος χρειάζεται έναν νέο ηγέτη» και «εναπόκειται σε εμάς, τους Ευρωπαίους, να ανταποκριθούμε σε αυτήν την πρόκληση». Αμέτρητοι φιλελεύθεροι σχολιαστές και πολιτικοί έχουν καλέσει με παρόμοιο τρόπο την Ευρώπη να χαράξει επιτέλους τη δική της πορεία, ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ, να στηρίξει τις φιλελεύθερες αξίες, να αντιμετωπίσει τη Ρωσία και να στηρίξει την Ουκρανία για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Αυτό τονίζει μόνο το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία της Ευρώπης ζει σε έναν παράλληλο κόσμο. Στην πραγματικότητα, όλες οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε μια άθλια κατάσταση στασιμότητας. Με τη μερική εξαίρεση της Γερμανίας, έχουν χάσει σχεδόν όλη τη βιομηχανία τους και βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τις υπηρεσίες και τον τουρισμό. Σε ολόκληρη την ήπειρο, οι υποδομές καταρρέουν και ο πληθυσμός γερνάει. Στο στρατιωτικό επίπεδο, η Ευρώπη είναι σήμερα ανίκανη να διατηρήσει οποιοδήποτε είδος συμβατικού πολέμου. Οι μικροί και ξεπερασμένοι στρατοί της εξαρτώνται από την αμερικανική αεροπορική δύναμη, την υλικοτεχνική υποστήριξη, τις υπηρεσίες πληροφοριών, τις προμήθειες και τα συστήματα διοίκησης για οποιαδήποτε σοβαρή επιχείρηση.

Ο Πολωνός πρωθυπουργός Ντόναλντ Τουσκ μπορεί να επαναλαμβάνει ότι η Ευρώπη στο σύνολό της είναι ισχυρότερη από τη Ρωσία, αλλά αυτό δεν το καθιστά αλήθεια. Η Ευρώπη είναι βαλκανοποιημένη σε διάφορες χώρες με αντικρουόμενα συμφέροντα. Αυτό που οι φιλελεύθεροι ξεχνούν πάντα είναι ότι ήταν η οικονομική και στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ στην Ευρώπη από το 1945 που κατέστησε δυνατή την ευρωπαϊκή ενότητα και εμπόδισε τη διάσπαση της ηπείρου. Οι φιλοδοξίες των Ευρωπαίων ηγετών να αναλάβουν την ηγεσία του «ελεύθερου κόσμου», να δημιουργήσουν μια «συμμαχία των προθύμων» ή να επιτύχουν «στρατηγική αυτονομία» δεν είναι παρά φαντασιώσεις. Η Ευρώπη εξαρτάται πλήρως από τις ΗΠΑ, τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Βραχυπρόθεσμα και πιθανώς ακόμη και μεσοπρόθεσμα, η Ευρώπη ή οποιαδήποτε μεμονωμένη ευρωπαϊκή δύναμη, δεν θα και δεν μπορεί να διαδραματίσει κανένα ρόλο ανεξάρτητο από τις ΗΠΑ.

Πίσω από την αλαζονεία, τις σφοδρές δηλώσεις και την άρνηση της πραγματικότητας στους ευρωπαϊκούς κυβερνητικούς κύκλους κρύβεται μια ανωμαλία που έχει ενισχυθεί με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχει μια αυξανόμενη αντίφαση μεταξύ της πολιτικής υπερδομής της Ευρώπης – των θεσμών, της ιδεολογίας, της γραφειοκρατίας, των πολιτικών κ.λ.π. – και της πραγματικής οικονομικής της βάσης, δηλαδή η κατάσταση της απόλυτης αδυναμίας και εξάρτησής της από τις ΗΠΑ. Αργά ή γρήγορα, αυτή η αντίφαση πρέπει να επιλυθεί και η Ευρώπη δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να απορρίψει τον ξεπερασμένο φιλελευθερισμό της και να ευθυγραμμιστεί με τις ΗΠΑ. Η άνοδος των δεξιών λαϊκιστικών κομμάτων αντιπροσωπεύει αυτή την αυξανόμενη τάση (π.χ. το AfD στη Γερμανία, το RN στη Γαλλία, το Reform UK στη Βρετανία, το FPÖ στην Αυστρία, η Μελόνι στην Ιταλία – η οποία είναι ήδη στην εξουσία). Η αμερικανική κυβέρνηση τα ευνοεί, όχι τόσο επειδή συμφωνεί με τις πολιτικές τους, αλλά επειδή είναι η μόνη δύναμη που μπορεί να σπάσει το φιλελεύθερο status quo με τρόπο που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των ΗΠΑ.

Μέχρι στιγμής, το πολιτικό κέντρο στην Ευρώπη κρατάει. Το γεγονός ότι πολλοί πολιτικοί αισθάνονται αρκετά ισχυροί για να αντισταθούν (εν μέρει) στις απαιτήσεις των ΗΠΑ και να υπερασπιστούν (με μισή καρδιά) το φιλελεύθερο status quo αντανακλά τα βαθιά ριζωμένα οικονομικά συμφέροντα. Αυτοί είναι, πρώτον και κύριον, οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές που έχουν επωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διευθέτηση των τελευταίων τριών δεκαετιών, αντιστέκονται στην αλλαγή και ίσως δεν εμπιστεύονται πλήρως τα αναδυόμενα ακροδεξιά κόμματα ακόμα. Δεύτερον, υπάρχει η αδράνεια των ευρωπαϊκών θεσμών και της γραφειοκρατίας. Τρίτον, στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες εξακολουθεί να υπάρχει μια σημαντική μεσαία τάξη. Συχνά συνδεδεμένη με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και απολαμβάνοντας σχετικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, αυτό το στρώμα αποτελεί την κύρια βάση στήριξης των κεντρώων κομμάτων. Αυτό ισχύει και για τη Βρετανία. Οι φορμαλιστές της αριστεράς μπορεί να επαναλαμβάνουν μηχανικά ότι το Εργατικό Κόμμα είναι ένα αστικό εργατικό κόμμα. Αν και αυτό έχει μια δόση αλήθειας, η πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η βάση στήριξης του Εργατικού Κόμματος είναι η μεσαία τάξη στις πόλεις, όχι οι εργάτες.

Η τάση που περιγράφηκε παραπάνω παρατηρήθηκε στις γερμανικές εκλογές του Φεβρουαρίου. Ενώ η υποστήριξη προς το ακροδεξιό AfD αυξήθηκε σημαντικά (ιδιαίτερα μεταξύ των εργατών), τα παραδοσιακά κόμματα διατήρησαν τη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δείχνοντας ότι ο γερμανικός φιλελευθερισμός δεν έχει πεθάνει ακόμη εντελώς. Η άνοδος της υποστήριξης προς το Αριστερό Κόμμα, που χαιρέτισε η πλειονότητα της ακροαριστεράς διεθνώς, προήλθε στην πραγματικότητα κυρίως από μικροαστούς πρώην ψηφοφόρους των Πρασίνων και πρέπει να ερμηνευθεί ως υπεράσπιση του φιλελεύθερου status quo. Στη Γερμανία όπως και αλλού, η λαϊκή υποστήριξη προς τα δεξιά αντικαθεστωτικά κόμματα προέρχεται κυρίως από την εργατική τάξη, ιδιαίτερα από τα κατώτερα στρώματά της, αλλά και από στρώματα της εργατικής αριστοκρατίας.

Έτσι, η Ευρώπη συνεχίζει να κυριαρχείται από πολιτικούς της «μετάβασης» – Μακρόν, Στάρμερ, Μερτς & ΣΙΑ – που έχουν το ένα πόδι στην υπεράσπιση της φιλελεύθερης ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων και το άλλο στη δεξιά αντίδραση, καθώς προσπαθούν να καλύψουν τη δεξιά τους πτέρυγα. Αυτό έχει το συνήθες αποτέλεσμα να δυσαρεστεί τους πάντες. Αυτές οι κυβερνήσεις, που ήρθαν στην εξουσία για να εμποδίσουν την «άκρα δεξιά», έχουν απαξιωθεί πλήρως στα μάτια του πληθυσμού και ζουν με δανεικό χρόνο. Αλλά η πτώση τους και η αντικατάστασή τους από τη δεξιά, που είναι σχεδόν αναπόφευκτη σε αυτό το σημείο, δεν θα είναι μια ειρηνική και γραμμική διαδικασία, αλλά το αποτέλεσμα οξέων πολιτικών και οικονομικών κρίσεων. Στα χαρτιά, οι εκλογές στη Βρετανία και τη Γερμανία απέχουν χρόνια. Ο Μακρόν έχει ακόμα δύο χρόνια μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές, και το γαλλικό κατεστημένο μόλις απαγόρευσε την υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν. Οι φιλελεύθεροι θα χρησιμοποιήσουν κάθε τέχνασμα για να παραμείνουν στην εξουσία. Αλλά δεδομένων των απαιτήσεων των ΗΠΑ για πολιτική αναδιάταξη, καθώς και του χάσματος μεταξύ της οικονομικής βάσης της Ευρώπης και των ιδεών και φιλοδοξιών της πολιτικής της τάξης, αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει.

Η επερχόμενη οικονομική κρίση θα ξεγυμνώσει τον εντελώς σάπιο χαρακτήρα των ευρωπαϊκών οικονομιών. Αναμένεται ότι ένας οικονομικός κλονισμός, σε συνδυασμό με σημαντικά μέτρα λιτότητας, θα πλήξει αρκετά σκληρά τη μεσαία και την εργατική τάξη. Η ανάγκη για επανεξοπλισμό γίνεται επίσης σε βάρος του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, το οποίο παραμένει αρκετά σημαντικό σε ορισμένες χώρες. Η μαζική δυσαρέσκεια που ήδη υπάρχει θα αυξηθεί. Αυτό θα προκαλέσει σημαντικές πολιτικές κρίσεις που θα καταστήσουν αδύνατη τη συνέχιση της εξουσίας των πολιτικών της μέσης οδού, οι οποίοι θα πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους σε πιο αποφασιστικούς ηγέτες.

Φυσικά, στις ευρωπαϊκές χώρες που καταπιέζονται από τον ιμπεριαλισμό, η πολιτική δυναμική είναι διαφορετική. Η Σερβία και η Ελλάδα έχουν συγκλονιστεί από μαζικά λαϊκά κινήματα κατά των κυβερνήσεών τους, τα οποία τροφοδοτήθηκαν από την οργή για την ιμπεριαλιστική λεηλασία. Η Ελλάδα ειδικότερα, έχει ήδη περάσει μια τεράστια κρίση τη δεκαετία του 2010, η οποία κατέστρεψε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Σε αυτές τις χώρες, η μικροαστική τάξη είναι πολύ πιο εξαθλιωμένη, όπως και η εργατική τάξη. Η οικονομική κρίση και η λιτότητα θα έχουν πολύ πιο εκρηκτικό χαρακτήρα, καθιστώντας πιο ισχυρή την απειλή της βοναπαρτιστικής διακυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, μπορούμε να κοιτάξουμε την Ουγγαρία για να πάρουμε μια ιδέα για το πού κατευθύνεται πολιτικά η Ευρώπη. Ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, ένας αντιδραστικός χριστιανός κοντά στη Ρωσία και τις ΗΠΑ, είναι από καιρό το μαύρο πρόβατο της ΕΕ για την εναντίωσή του στον φιλελευθερισμό. Σήμερα όμως, είναι μπροστά από την εποχή του.

Δεδομένης της τωρινής θέσης της εργατικής τάξης, μια οικονομική ύφεση μάλλον θα αποθαρρύνει παρά θα ενθαρρύνει τη μαχητικότητα, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο. Η αύξηση της ανεργίας και η καταστροφή του βιοτικού επιπέδου της εργατικής και μεσαίας τάξης δεν προσφέρουν ένα καλό πλαίσιο για τους αγώνες της εργατικής τάξης. Επιπλέον, μια οικονομική κρίση θα επιταχύνει τις τρέχουσες πολιτικές δυναμικές, που ευνοούν τα δεξιά αντικαθεστωτικά κόμματα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι την τελευταία δεκαετία η αριστερά έχει αποτύχει θλιβερά να επιβληθεί ως δύναμη λόγω της υποστήριξής της στο φιλελεύθερο κατεστημένο, ωθώντας όλο και περισσότερο αριθμό εργατών προς τα δεξιά. Πολλοί εργάτες είδαν το βιοτικό τους επίπεδο να καταστρέφεται και δεδομένου ότι η αριστερά ασπάστηκε τον φιλελευθερισμό, έχουν βρει διέξοδο για την οργή τους σε αντιμεταναστευτικό δηλητήριο.

Το 2022-23 υπήρξαν επίσης σημαντικοί συνδικαλιστικοί αγώνες, όπως το κίνημα για τις συντάξεις στη Γαλλία και το κύμα απεργιών στη Βρετανία. Αυτές ήταν σημαντικές ευκαιρίες για να γείρει ο συσχετισμός των δυνάμεων υπέρ της εργατικής τάξης και να αναδειχθεί το εργατικό κίνημα ως δύναμη ενάντια στο κατεστημένο. Όμως όλα αυτά τα κινήματα οδηγήθηκαν στην ήττα από τους ίδιους τους ηγέτες τους, οι οποίοι αρνήθηκαν να οργανώσουν μια πραγματική αντιπαράθεση με την άρχουσα τάξη. Τις περισσότερες φορές, αυτοί οι προδότες υποστηρίχθηκαν από την ακροαριστερά. Πρόσφατα στην Ελλάδα, είδαμε μια άλλη χαμένη ευκαιρία με το κίνημα των Τεμπών, όπου οι ηγέτες του εργατικού κινήματος αποδείχθηκαν εντελώς ανίκανοι. Αυτές οι προδοσίες υπονόμευσαν σε μεγάλο βαθμό τη θέση της εργατικής τάξης και τροφοδότησαν περαιτέρω τη στροφή προς τα δεξιά.

Αυτό που θα τροφοδοτήσει επίσης τα δεξιά κόμματα είναι ότι η αριστερά στην Ευρώπη συνεχίζει να προσκολλάται στον φιλελευθερισμό, την ΕΕ, την «Πράσινη» ατζέντα ή τα όπλα για την Ουκρανία (πολλοί από αυτούς υποστηρίζουν πλέον ανοιχτά τον επανεξοπλισμό) – όλα αυτά που μισούν οι εργάτες. Και η αριστερά συνεχίζει να συμμετέχει στα «λαϊκά μέτωπα» της άρχουσας τάξης για να εμποδίσει τη δεξιά, με μοναδικό αποτέλεσμα να ενισχύει την ελκυστικότητα της δεξιάς στους εργάτες και να απαξιώνει περαιτέρω την αριστερά. Η μόνη αριστερή δύναμη από την αναταραχή της δεκαετίας του 2010 που δεν έχει ακόμη διαλυθεί εντελώς είναι ο Μελανσόν και η Ανυπότακτη Γαλλία. Ωστόσο, και αυτοί προσκολλώνται στο νεκρό βάρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος και αγκαλιάζουν το Ρεπουμπλικανικό Μέτωπο ενάντια στην Εθνική Συσπείρωση, πράγματα που βοηθούν μόνο το RN να κερδίσει τις ψήφους της εργατικής τάξης.

Σε αυτό το δύσκολο πλαίσιο, το καθήκον των κομμουνιστών είναι να αγωνιστούν για να βάλουν την εργατική τάξη σε καλύτερη αμυντική θέση. Δεν είναι η ώρα για απερίσκεπτες αντεπιθέσεις. Μαζικές επιθέσεις βρίσκονται στον ορίζοντα και το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη είναι αδύναμο και διαιρεμένο. Οι οργανώσεις του, μια σκιά του παλιού τους εαυτού, έχουν απογυμνωθεί. Τα σωματεία είναι συχνά διαστρωματοποιημένα σε επίπεδα και επαγγελματικές κατηγορίες και περιορίζονται σε τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας. Οι κομμουνιστές πρέπει να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για να σπάσουν αυτές τις διαιρέσεις, να ενισχύσουν τις εργατικές οργανώσεις και να ηγηθούν των αμυντικών δράσεων. Σε κάθε βήμα, αυτό πρέπει να γίνεται σε πλήρη εναντίωση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Οι κομμουνιστές πρέπει να δημιουργήσουν ομάδες που θα αγωνίζονται για μια κομμουνιστική στρατηγική για να ηγηθούν των σωματείων, μια στρατηγική ικανή να συνδέσει τα άμεσα αιτήματα των εργατών με την ανάγκη για την εξουσία της εργατικής τάξης, εκθέτοντας ταυτόχρονα την προδοσία των γραφειοκρατών των σωματείων. Έτσι μπορούν οι κομμουνιστές να ανακτήσουν κύρος στην εργατική τάξη και να υπονομεύσουν την ελκυστικότητα της δεξιάς.

Ίσως να υπάρχουν ασθενή απομεινάρια φιλελεύθερων κινημάτων ενάντια στη δεξιά που μπορούν να δράσουν για λίγο. Αυτά θα είναι οι τελευταίες ανάσες μιας ετοιμοθάνατης γενιάς. Καθώς η φιλελεύθερη αστική τάξη πιέζεται από τις ΗΠΑ και η μικροαστική τάξη καταστρέφεται όλο και περισσότερο, δεν θα υπάρχει πλέον βάση για μαζικά φιλελεύθερα κινήματα για τη δημοκρατία, τα δικαιώματα των μεταναστών κ.λ.π. Ένα ολοένα και μικρότερο στρώμα αριστερών θα προσπαθήσει να τα διατηρήσει ζωντανά, απαξιώνοντας περαιτέρω την αριστερά στην εργατική τάξη (όπως βλέπουμε τώρα στις ΗΠΑ). Πρέπει να παρέμβουμε σε αυτά τα περιβάλλοντα, προτρέποντας αυτούς τους αριστερούς να ξυπνήσουν, να εγκαταλείψουν τον φιλελευθερισμό και να στραφούν προς την εργατική τάξη. Πρέπει να αγωνιστούμε για την ανοικοδόμηση των κινημάτων για την υπεράσπιση των μεταναστών και των Μουσουλμάνων και ενάντια στη δεξιά, αλλά σε διαφορετική βάση – μακριά από το αδιέξοδο του φιλελευθερισμού και πάνω σε μια εργατική και αντιιμπεριαλιστική βάση, συμπεριλαμβανομένης της εναντίωσης στην ΕΕ.

Αυτά τα καθήκοντα ισχύουν και για τις καταπιεζόμενες χώρες (Βαλκάνια, Ανατολική Ευρώπη κ.λ.π.). Εκεί, το καθήκον είναι να συνδέσουμε τον αγώνα ενάντια στην εξαθλίωση με τον αγώνα για την απελευθέρωση της χώρας από την ιμπεριαλιστική καταπίεση. Αυτό απαιτεί επίσης τη συνεχή έκθεση των ηγετών που παραπλανούν τις μάζες, είτε πρόκειται για εθνικιστές, Σταλινικούς ή γραφειοκράτες των σωματείων, για τη συναινετική στάση τους απέναντι στις ΗΠΑ και την ΕΕ ή για την άρνησή τους να συνδέσουν τον αγώνα των μαζών με την ξένη καταπίεση της χώρας. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να ενωθούν όλοι οι καταπιεζόμενοι και οι εθνικές μειονότητες και να κερδηθούν οι εργάτες και η νεολαία σε μια στρατηγική ταξικής πάλης για την εθνική και κοινωνική χειραφέτηση.