QR Code
https://iclfi.org/spartacist/el/1/kina
Μεταφράστηκε από The Class Nature of China (Αγγλικά), Spartacist (English edition) Τεύχος 69

Τι είναι η Κίνα; Αυτό το φαινομενικά απλό ερώτημα διχάζει τις απόψεις από τις άρχουσες τάξεις μέχρι την άκρα αριστερά. Για τον Αμερικανό καπιταλιστή Ρέι Ντάλιο, το καθεστώς είναι αυτό του κρατικού καπιταλισμού, όπου «ο καπιταλισμός και η ανάπτυξη των κεφαλαιαγορών θα μπορούσαν, σε λίγα χρόνια, να εναγκαλιαστούν περισσότερο στην Κίνα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ». Άμεση διάψευση τέτοιων απόψεων, βρίσκουμε στον Σι Τζινπίνγκ, Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ):

«Κάποιοι έχουν αποκαλέσει τον δρόμο μας “Κοινωνικό Καπιταλισμό”, άλλοι “Κρατικό Καπιταλισμό” και άλλοι “Τεχνοκρατικό Καπιταλισμό”. Όλα αυτά είναι τελείως λανθασμένα. Εμείς απαντάμε ότι ο σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά είναι σοσιαλισμός, όπου αυτό που εννοούμε είναι ότι παρά τις μεταρρυθμίσεις παραμένουμε στον σοσιαλιστικό δρόμο – τον δικό μας δρόμο, τη δική μας θεωρία, το δικό μας σύστημα». (Δική μας μετάφραση)

—«Σχετικά με την Οικοδόμηση του Σοσιαλισμού με Κινεζικά Χαρακτηριστικά» (5 Ιανουαρίου 2013)

Και οι δύο απόψεις αντικατοπτρίζουν διαφορετικά συμφέροντα: ο Ντάλιο αυτά του ξένου καπιταλιστή επενδυτή, ο Σι αυτά του καθεστώτος του ΚΚΚ. Αλλά τι γίνεται με το εργατικό κίνημα; Πώς μπορεί κάποιος να κατανοήσει τη φύση της Κίνας ξεκινώντας από τα συμφέροντα της διεθνούς εργατικής τάξης;

Αυτό είναι ένα από τα πιο σημαντικά και διχαστικά ζητήματα για την Αριστερά σήμερα. Υπάρχουν κάποιοι που κλείνουν τα μάτια στα εγκλήματα του ΚΚΚ και θεωρούν την Κίνα ένα σοσιαλιστικό μοντέλο προς μίμηση. Αλλά αυτή παραμένει μια μειοψηφική άποψη στο διεθνές Μαρξιστικό κίνημα. Οι περισσότερες οργανώσεις υποστηρίζουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική και για κάποιες ακόμα και ιμπεριαλιστική δύναμη. Μεταξύ των κομμάτων που ισχυρίζονται ότι είναι Τροτσκιστικά, η Διεθνής Σοσιαλιστική Εναλλακτική (ISA), η Επαναστατική Κομμουνιστική Διεθνής (RCI-πρώην Διεθνής Μαρξιστική Τάση), η Τροτσκιστική Φράξια και πολλά άλλα υποστηρίζουν αυτή την άποψη. Το ίδιο ισχύει και για τους Σταλινικούς παλιάς κοπής, όπως το ΚΚΕ και τους περισσότερους Μαοϊκούς εκτός Κίνας, για παράδειγμα το MLPD στη Γερμανία και οι προσκείμενοι στον Σισόν στις Φιλιππίνες.

Είναι ενάντια σε αυτό το ρεύμα που θα επικεντρωθεί αυτό το άρθρο. Θα δείξουμε ότι, μακριά από το να προσφέρουν μια βιώσιμη πολιτική εναλλακτική στο ΚΚΚ, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική απλώς συμβιβάζονται με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Όσον αφορά τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν, απορρίπτουν βασικές Μαρξιστικές αρχές για το κράτος και τον ιμπεριαλισμό. Αρχικά, θα αναφερθούμε στο γιατί η Κίνα δεν είναι ιμπεριαλιστική. Στη συνέχεια θα υποστηρίξουμε ότι παρά τη σημαντική καπιταλιστική διείσδυση, η Κίνα διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά ενός παραμορφωμένου εργατικού κράτους. Το θεμελιώδες επιχείρημα που αναπτύσσεται σε όλο το κείμενο είναι ότι για την προώθηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι η εναντίωση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων που κυριαρχείται από τις ΗΠΑ. Αυτό είναι ένα καθήκον που απαιτεί την υπεράσπιση των εναπομεινάντων κατακτήσεων της Κινεζικής Επανάστασης του 1949, αλλά και την πάλη για μια πολιτική επανάσταση ενάντια στη Σταλινική γραφειοκρατία του ΚΚΚ, της οποίας η στρατηγική και οι πολιτικές οδηγούν την Κίνα στην καταστροφή.

Μέρος Πρώτο: Η Κίνα Δεν Είναι Ιμπεριαλιστική

1) Μαρξισμός Εναντίον Εμπειρισμού

Ο όρος «ιμπεριαλισμός» ρίχνεται εδώ και εκεί από διάφορα άτομα σε κάθε είδους πλαίσιο. Για να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τον ισχυρισμό ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική, είναι απαραίτητο να παραμερίσουμε το φιλελεύθερο θόρυβο και να προσεγγίσουμε το ζήτημα από Μαρξιστική σκοπιά. Η δυσκολία δεν είναι ο ορισμός του ιμπεριαλισμού. Οι περισσότεροι θα συμφωνήσουν με την σκοπιά του Λένιν ότι είναι:

«ο καπιταλισμός στο στάδιο εκείνο της ανάπτυξης, στο οποίο έχει διαμορφωθεί η κυριαρχία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου, έχει αποκτήσει εξαιρετική σημασία η εξαγωγή κεφαλαίου, έχει αρχίσει το μοίρασμα του κόσμου από τα διεθνή τραστ και έχει τελειώσει το μοίρασμα όλων των εδαφών της γης από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές χώρες».

Ο Ιμπεριαλισμός, Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (1916)

Η διαμάχη προκύπτει όταν πρόκειται να προσδιοριστεί ποιες χώρες είναι σήμερα ιμπεριαλιστικές. Κάποιοι τοποθετούν την Κίνα, τη Βραζιλία, ακόμη και την Ελλάδα σε ένα συνεχές με τις ΗΠΑ, ενώ άλλοι αρνούνται ότι η Ιαπωνία και η Γερμανία είναι μεγάλες δυνάμεις.

Αυτό το ευρύ φάσμα απόψεων είναι τόσο πρόβλημα μεθόδου όσο και πρόβλημα προγράμματος. Είναι ουσιώδες να προσεγγίσουμε το ζήτημα του ιμπεριαλισμού όχι από την ηθική ή τα αφηρημένα ιδεώδη, αλλά στη συγκεκριμένη ιστορική του εξέλιξη, δηλαδή με τον διαλεκτικό υλισμό. Για παράδειγμα, η ανάλυση του καπιταλιστικού συστήματος που αναπτύχθηκε από τον Μαρξ εξετάζει πώς αυτό αναδύθηκε ως ξεχωριστός τρόπος παραγωγής από την ταξική πάλη της προηγούμενης φεουδαρχικής τάξης πραγμάτων. Ο ιμπεριαλισμός πρέπει να προσεγγιστεί με τον ίδιο τρόπο: ως ένα ζωντανό σύστημα έχει εξελιχθεί μέσα από την ταξική πάλη του περασμένου αιώνα, όπου η θέση μιας μεμονωμένης χώρας εντάσσεται ως μέρος του όλου.

Αυτή δεν είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί η Αριστερά. Ένα χυδαίο αλλά αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζουν το ερώτημα μπορεί να βρεθεί στο άρθρο της ISA με τίτλο «Είναι η Κίνα Ιμπεριαλιστική;» [Is China Imperialist?] (chinaworker.info, 14 Ιανουαρίου 2022). Για να απαντήσει στο ερώτημα, το άρθρο εξετάζει αν η Κίνα ανταποκρίνεται στα διάφορα σημεία από τον ορισμό του Λένιν. Έχει μονοπώλια; Εξάγει χρηματιστικό κεφάλαιο; Έχει μεγάλο στρατό; Μόλις τσεκαριστεί κάθε κουτάκι της λίστας, η Κίνα θεωρείται ιμπεριαλιστική.

Αυτό δεν είναι Μαρξισμός αλλά εμπειρισμός. Αντί να εξετάζει την ανάπτυξη της Κίνας μέσα στο πλαίσιο του παγκόσμιου συστήματος, η ISA κρίνει τον χαρακτήρα της απλά συγκρίνοντας εμπειρικά στοιχεία (μέγεθος του στρατού, ποσότητα εξαγόμενου κεφαλαίου κ.λ.π.) με μία αφηρημένη νόρμα (τον ορισμό του Λένιν). Μεταφερόμενο στη βιολογία, αυτό θα ήταν σαν να κατηγοριοποιούμε τα είδη κοιτάζοντας μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά και αγνοώντας την εξέλιξή τους. Το πρόβλημα με αυτή τη μέθοδο είναι ότι είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου υποκειμενική, χωρίς να υπάρχει τρόπος να αποφασιστεί αντικειμενικά ποιο σύνολο χαρακτηριστικών είναι αποφασιστικό στον καθορισμό του περάσματος από την ποσότητα στην ποιότητα. Με αυτή την προσέγγιση, μπορεί να επιλεγεί ένα σύνολο γεγονότων για να «αποδείξει» ότι μια συγκεκριμένη χώρα είναι ιμπεριαλιστική, όπως ακριβώς μια διαφορετική επιλογή μπορεί να αποδείξει το αντίθετο.

Για να ξεπεράσουμε τέτοιες σχολαστικές λογομαχίες για το ποιος ανήκει στο ιμπεριαλιστικό κλαμπ, είναι απαραίτητο να προσεγγίσουμε το όλο ζήτημα εξετάζοντας πώς ο ιμπεριαλισμός έχει συγκεκριμένα εξελιχθεί ιστορικά. Και για να καθορίσουμε τη συγκεκριμένη θέση της Κίνας σε αυτό το σύστημα, είναι απαραίτητο να εντοπίσουμε τη δική της εξέλιξη μέσα σε εκείνη του συνολικού παγκόσμιου συστήματος. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να έχουμε μια Μαρξιστική απάντηση στο πρόβλημα.

2) Η Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων των ΗΠΑ και η Κίνα

Το σημείο εκκίνησης για κάθε ανάλυση του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού συστήματος πρέπει να είναι το 1945. Μέσα από τη μεγαλύτερη σφαγή της ανθρωπότητας, οι ΗΠΑ αναδύθηκαν ως η κυρίαρχη ιμπεριαλιστική δύναμη. Οι βασικοί πυλώνες της σημερινής παγκόσμιας τάξης πραγμάτων καθιερώθηκαν σε αυτό το πλαίσιο. Το αμερικανικό δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ο ΟΗΕ, το ΔΝΤ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (πρόγονος της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΕΕ) σχεδιάστηκαν όλα για να αντιμετωπίσουν την ΕΣΣΔ και να κατοχυρώσουν υπέρογκα προνόμια για τις ΗΠΑ. Οι άλλες καπιταλιστικές δυνάμεις – η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιαπωνία – δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ. Οι παλιές αποικιακές αυτοκρατορίες ραγδαία έπαψαν να παίζουν ανεξάρτητο ρόλο στην παγκόσμια πολιτική, όπου το στάτους και τα προνόμιά τους εξαρτήθηκαν από τις σχέσεις τους με τις ΗΠΑ.

Όσον αφορά την Κίνα, ένας αιώνας ιμπεριαλιστικής λεηλασίας την είχε υποβιβάσει σε καθεστώς νεοαποικίας. Η μόνιμη θέση που απέκτησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας των ΗΕ αντανακλούσε απλώς ότι ήταν σύμμαχος των Αμερικανών κατά της Ιαπωνίας. Ωστόσο, η σχέση αυτή άλλαξε ριζικά όταν το 1949 ο αγροτικός στρατός του Μάο νίκησε το εθνικιστικό καθεστώς του Τσιανγκ Κάι Σεκ, με αποτέλεσμα τη φυγή της κινεζικής αστικής τάξης στην Ταϊβάν, την απελευθέρωση της Κίνας από τον ιμπεριαλιστικό ζυγό και την εγκαθίδρυση ενός εργατικού κράτους. Η Κινεζική Επανάσταση ήταν ένα ταπεινωτικό πλήγμα για τις ΗΠΑ και οδήγησε άμεσα στην κλιμάκωση του Ψυχρού Πολέμου. Για να σταματήσουν την εξάπλωση του κομμουνισμού και να αποφύγουν «μια άλλη Κίνα», οι Αμερικανοί εξαπέλυσαν το κυνήγι μαγισσών του Μακάρθι και επενέβησαν στρατιωτικά στην κορεατική χερσόνησο και αργότερα στο Βιετνάμ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι ΗΠΑ και η Κίνα βρίσκονταν στους αντίθετους πόλους της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, που καθορίζονταν από τη σύγκρουση για τον κομμουνισμό, τους αποικιοκρατικούς αγώνες και την ΕΣΣΔ.

Αυτό άλλαξε ξανά απότομα το 1972, όταν ο Νίξον και ο Μάο σφράγισαν ένα σύμφωνο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Καθώς οι ΗΠΑ ηττούνταν στο Βιετνάμ, προσπάθησαν να ενισχύσουν τη θέση τους εκμεταλλευόμενες τη διαμάχη που είχε προκύψει μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας. Οι σινοαμερικανικές σχέσεις βελτιώθηκαν περαιτέρω όταν ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ ανέλαβε την εξουσία από τον Μάο και ξεκίνησε την «μεταρρύθμιση και το άνοιγμα», ένα πρόγραμμα οικονομικής φιλελευθεροποίησης. Λέγοντας αυτό, οι διμερείς σχέσεις είχαν έναν πολύ παράξενο χαρακτήρα. Οι δύο χώρες συνεργάστηκαν για να υπονομεύσουν τη Σοβιετική Ένωση, ωστόσο τα κοινωνικά τους καθεστώτα παρέμειναν θεμελιωδώς ανταγωνιστικά.

Το 1991, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης σηματοδότησε μια δραματική καμπή στην παγκόσμια κατάσταση και προανήγγειλε μια νέα εποχή για τις σχέσεις μεταξύ Κίνας και Δύσης. Με την ΕΣΣΔ να μην υπάρχει, οι ΗΠΑ έγιναν η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια δύναμη. Η αμερικανική κυριαρχία και το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς δημιούργησαν τις συνθήκες για τη μαζική επέκταση των ξένων επενδύσεων και του εμπορίου, γνωστή ως παγκοσμιοποίηση. Η Κίνα έγινε το βιομηχανικό κέντρο του κόσμου, όπου οι ξένες εταιρείες μπορούσαν να υπολογίζουν σε φθηνό εργατικό δυναμικό, κρατικό σχεδιασμό και εργασιακή ειρήνη εγγυημένη από το ΚΚΚ.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, η απελευθέρωση της αγοράς στην Κίνα αντιπροσώπευε μια τεράστια ευκαιρία. Επιπλέον, εφόσον η φιλελεύθερη δημοκρατία είχε «κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο», ο κινεζικός Κομμουνισμός δεν θεωρούνταν πλέον απειλή, αλλά απλώς ένας αναχρονισμός που θα ξεπερνιόταν μέσω της οικονομικής ενσωμάτωσης με τη Δύση. Αυτή η διάθεση εκφράστηκε με σαφήνεια από τον πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον, ο οποίος πίστευε ότι «με την ένταξή της στον ΠΟΕ [Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου], η Κίνα δεν συμφωνεί απλώς να εισάγει περισσότερα από τα προϊόντα μας· συμφωνεί να εισάγει μία από τις πιο πολύτιμες αξίες της δημοκρατίας: την οικονομική ελευθερία.... Και όταν τα άτομα έχουν τη δύναμη... να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους, θα απαιτήσουν μεγαλύτερο ρόλο» (9 Μαρτίου 2000).

Από τη σκοπιά του ΚΚΚ, η νέα εποχή ήταν γεμάτη κινδύνους. Η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποτέλεσε μία προειδοποίηση για το τι θα συνέβαινε αν το κόμμα έχανε τον πολιτικό του έλεγχο στη χώρα. Ταυτόχρονα, η εξέγερση της Τιενανμέν το 1989 είχε δείξει ότι οι μάζες ήταν ανήσυχες και απαιτούσαν καλύτερες συνθήκες. Η εμπλοκή λύθηκε το 1992 με τη «Νότια περιοδεία» του Ντενγκ, μια εκστρατεία για να θέσει το κόμμα σταθερά πίσω από την ατζέντα του για την απελευθέρωση της αγοράς. Η ιδέα ήταν ότι η επαρκής οικονομική ανάπτυξη θα μείωνε την πολιτική δυσαρέσκεια και θα εδραίωνε την εξουσία του καθεστώτος.

Αυτό αποδείχθηκε επιτυχές. Σε αντίθεση με τις αμερικανικές προσδοκίες, η οικονομική ενσωμάτωση της Κίνας δεν οδήγησε σε πτώση του ΚΚΚ ή σε διάλυση των κρατικών μονοπωλίων. Η σύγκλιση των συμφερόντων του ΚΚΚ και των ξένων καπιταλιστών στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 μείωσε συνολικά την πίεση στο καθεστώς και επέτρεψε στην Κίνα να αναπτυχθεί με απίστευτη ταχύτητα, συνδυάζοντας τον κρατικό έλεγχο της οικονομίας με την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίου και την επέκταση του εμπορίου.

Είναι ουσιώδες να κατανοήσουμε αυτή τη δυναμική. Η εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας σημειώθηκε μέσω της ενσωμάτωσής της στο οικονομικό σύστημα των ΗΠΑ, όχι σε αντίθεση με αυτό. Η εξωτερική πολιτική της Κίνας –όπως όλων των Σταλινικών καθεστώτων– καθοδηγείται συνεχώς από τον στόχο της επίτευξης μιας ειρηνικής συνύπαρξης με τον ιμπεριαλισμό. Στην πραγματικότητα, μέχρι σήμερα η Κίνα δεν έχει αμφισβητήσει κανέναν από τους βασικούς πυλώνες της αμερικανικής κυριαρχίας. Εντάχθηκε στον ΠΟΕ, υποστηρίζει το ΔΝΤ και τα ΗΕ και εξακολουθεί να κάνει εμπόριο και να επενδύει συντριπτικά σε αμερικανικά δολάρια. Καίρια, η Κίνα δεν έχει κάνει τίποτα για να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως τον παγκόσμιο στρατιωτικό επιβολέα.

3) Η Παρακμή της Αμερικανικής Ηγεμονίας

Η αντίφαση στην καρδιά της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης είναι ότι ενώ η ηγεμονία των ΗΠΑ δημιούργησε τις συνθήκες για την Κίνα και άλλες χώρες του Παγκόσμιου Νότου να αναπτυχθούν σημαντικά, αυτό με τη σειρά του αποδυνάμωσε την αμερικανική θέση. Η αμερικανική άρχουσα τάξη το κατανοεί αυτό και υπονομεύει όλο και περισσότερο τους κύριους πυλώνες του δικού της φιλελεύθερου δημοκρατικού παγκόσμιου συστήματος. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει υπάρξει εμβληματική μορφή αυτής της μετάβασης, δηλώνοντας το 2015 ξεκινώντας την πρώτη του προεδρική υποψηφιότητα:

«Αυτή τη στιγμή, σκεφτείτε αυτό: Χρωστάμε στην Κίνα 1,3 τρισεκατομμύρια. Χρωστάμε στην Ιαπωνία περισσότερα από αυτά. Έρχονται λοιπόν, παίρνουν τις δουλειές μας, παίρνουν τα χρήματά μας, και μετά μας δανείζουν πίσω τα χρήματα, και εμείς τους πληρώνουμε τόκους, και μετά το δολάριο ανεβαίνει, οπότε η συμφωνία τους γίνεται ακόμα καλύτερη.

«Πόσο ηλίθιοι είναι οι ηγέτες μας; Πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί οι πολιτικοί που επιτρέπουν να συμβεί αυτό; Πόσο ηλίθιοι είναι;»

Συμβολίζοντας το πώς η φιλελεύθερη τάξη πραγμάτων γίνεται εμπόδιο για τις ίδιες τις ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον απειλεί με κυρώσεις το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη διερεύνηση του Ισραήλ, εξετάζει την απόσυρση της χρηματοδότησης στα ΗΕ και μερικές φορές μιλάει ακόμη και κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Το ΚΚΚ από την πλευρά του εξακολουθεί να πιστεύει ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια αναλλοίωτη δύναμη της ιστορίας και ότι η Κίνα μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται εντός των κανόνων που έχουν θεσπίσει οι ΗΠΑ. Βρισκόμαστε τώρα στην παράξενη κατάσταση κατά την οποία η Κίνα κηρύττει το ελεύθερο εμπόριο και το διεθνές δίκαιο, ενώ οι ΗΠΑ και η ΕΕ προάγουν τον προστατευτισμό και αψηφούν τους δικούς τους διεθνείς κανόνες.

Συνολικά, η τρέχουσα περίοδος είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, την κλασική περίοδο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Εκείνη την εποχή, οι εγκαθιδρυμένες αυτοκρατορίες της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ρωσίας βρέθηκαν αντιμέτωπες με αναδυόμενες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (Γερμανία, Ιαπωνία και ΗΠΑ) που επέκτειναν επιθετικά τις δικές τους αποικιακές αυτοκρατορίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1900, το ιμπεριαλιστικό σύστημα ήταν κατακερματισμένο και η αστάθεια προερχόταν από τις επεκτατικές ορέξεις των νέων αλλά ήδη εδραιωμένων αυτοκρατοριών.

Από το 1945, το ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει ενοποιηθεί. Σήμερα, το ιδιαίτερα ενσωματωμένο ιμπεριαλιστικό καρτέλ, στο οποίο κυριαρχούν οι ΗΠΑ, καταρρέει ολοένα και περισσότερο λόγω της ανάδυσης διαφόρων περιφερειακών δυνάμεων. Αυτές είναι χώρες που έχουν πολιορκηθεί από τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους τις τελευταίες δεκαετίες, αλλά τώρα απαιτούν να γίνουν σεβαστά τα περιφερειακά και εσωτερικά τους συμφέροντα. Δεδομένου ότι η σταθερότητα του παγκόσμιου συστήματος εξαρτάται από την αδιαμφισβήτητη αμερικανική κυριαρχία, αυτές οι σχετικά περιορισμένες φιλοδοξίες αντιπροσωπεύουν μια υπαρξιακή απειλή και είναι αυτό που κρύβεται πίσω από την αναταραχή της τρέχουσας εποχής.

Τοποθετώντας την ανάπτυξη της Κίνας μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα της μετασοβιετικής περιόδου, είναι σαφές ότι δεν έχει ακολουθήσει σε καμία περίπτωση μια επεκτατική ιμπεριαλιστική πορεία – στο ελάχιστο, αυτό θα απαιτούσε τη ρήξη με την αμερικανική οικονομική τάξη πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, βλέπουμε ότι παρά το οικονομικό βάρος της Κίνας –πολύ μεγαλύτερο από εκείνο της ΕΣΣΔ– έχει ακολουθήσει μια υποτονική εξωτερική πολιτική επικεντρωμένη σε συντριπτικό βαθμό στη διατήρηση του status quo. Αλλά ακόμη και αν εξετάσουμε τη Ρωσία, η οποία έχει ακολουθήσει μια πολύ πιο συγκρουσιακή στρατηγική, βλέπουμε ότι δεν έχει επεκταθεί επιθετικά αλλά αντιδρά στα σχέδια της Αμερικής σε σχέση με την περιφέρειά της και τους συμμάχους της (Γεωργία, Ουκρανία, Συρία). Η Ρωσία αμφισβητεί τις ΗΠΑ, αλλά δεν ανταγωνίζεται για την παγκόσμια ηγεσία. Επί της ουσίας, η παγκόσμια πολιτική είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η ανάδυση ενός νέου ιμπεριαλιστικού μπλοκ δεν μπορεί να συμβεί χωρίς να επιφέρει μια τεράστια ήττα ή να διαλύσει την ιμπεριαλιστική συμμαχία που κυριαρχεί στον κόσμο από το 1945.

4) Ειρηνικός Ιμπεριαλισμός;

Το πρώτο λάθος που κάνουν όσοι υποστηρίζουν ότι η Κίνα είναι ιμπεριαλιστική είναι να θεωρούν ότι μια νέα ιμπεριαλιστική παγκόσμια δύναμη θα μπορούσε να αναδυθεί με εντελώς ειρηνικά μέσα. Είτε μιλάμε για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της αρχαιότητας είτε για το σύγχρονο ιμπεριαλιστικό σύστημα που περιγράφει ο Λένιν, ο ιμπεριαλισμός απαιτεί στρατιωτικό εξαναγκασμό. Το γεγονός ότι ο μιλιταρισμός είναι προϊόν των οικονομικών σχέσεων δεν τον καθιστά σε καμία περίπτωση προαιρετικό χαρακτηριστικό. Η εκμετάλλευση μπορεί να επιβληθεί μόνο μέσω της βίας.

Η αποφασιστική σημασία της στρατιωτικής ισχύος έχει κάπως καμουφλαριστεί τις τελευταίες τρεις δεκαετίες από τη συντριπτική στρατιωτική κυριαρχία των ΗΠΑ. Η αδιαμφισβήτητη αμερικανική ισχύς δημιούργησε τις συνθήκες για μια εξαιρετικά ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία, η οποία φαίνεται εκ πρώτης όψεως να λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό με ειρηνικά μέσα. Δισεκατομμυριούχοι από τη Σαουδική Αραβία, τη Γερμανία ή την Ινδία μπορούν να επενδύουν τα χρήματά τους στο εξωτερικό χωρίς να χρειάζεται να ανησυχούν ότι η περιουσία τους θα κατασχεθεί ή τα δάνειά τους θα ακυρωθούν. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο στρατός των ΗΠΑ έχει λειτουργήσει ως ο επιβολέας ολόκληρου του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού συστήματος. Σε αντάλλαγμα για την υπηρεσία της εγγύησης των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας στους καπιταλιστές σε όλο τον κόσμο, οι ΗΠΑ αποσπούν ένα δυσανάλογο μερίδιο της υπεραξίας μέσω του αμερικανικού δολαρίου και του ελέγχου των βασικών κέντρων και θεσμών του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου.

Είναι κρίσιμο να κατανοήσουμε ότι μέχρι σήμερα η σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας στηρίζεται στον αμερικανικό στρατό. Διαθέτει τουλάχιστον 750 βάσεις σε 80 χώρες. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ελέγχουν όλα τα σημαντικά θαλάσσια περάσματα: τις διώρυγες του Παναμά και του Σουέζ, τα στενά της Μαλάκα, του Γιβραλτάρ και του Ορμούζ. Η ναυτική δύναμη της Κίνας αυξάνεται, αλλά ο Ειρηνικός παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια αμερικανική λίμνη, όπως ο Ατλαντικός και ο Ινδικός Ωκεανός και η Μεσόγειος. Από το 1945, ο αμερικανικός στρατός έχει επέμβει στο εξωτερικό σε περισσότερες από 200 συγκρούσεις. Μεμονωμένα, πολλές από αυτές τις επεμβάσεις φαίνεται να έχουν μικρή οικονομική ή στρατηγική σημασία. Πρέπει να θεωρούνται ως επιδείξεις της αμερικανικής δύναμης που εξυπηρετούν τη διατήρηση της ειρήνης στο διεθνές σύστημα συνολικά.

Έχουμε ήδη δει πώς η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας έχει πραγματοποιηθεί πλήρως εντός των βασικών θεσμών του ιμπεριαλιστικού συστήματος των ΗΠΑ. Ακόμη και αν η Κίνα ήταν καπιταλιστική, για να γίνει ιμπεριαλιστική θα έπρεπε να έρθει σε ρήξη με το αμερικανικό σύστημα και να διασφαλίσει τα παγκόσμια οικονομικά της συμφέροντα μέσω της δικής της στρατιωτικής ισχύος και των δικών της θεσμών. Μια γρήγορη ματιά στην παγκόσμια κατάσταση καθιστά σαφές ότι η Κίνα δεν έχει κάνει κανένα σοβαρό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα είναι η μόνη σημαντική στρατιωτική δύναμη που δεν έχει επέμβει στο εξωτερικό τα τελευταία 40 χρόνια (οι ειρηνευτικές δυνάμεις του ΟΗΕ δεν υπολογίζονται).

Μέχρι σήμερα, όταν η Κίνα πραγματοποιεί επενδύσεις και δάνεια στο εξωτερικό, συνεχίζει να βασίζεται πρώτα και κύρια στους θεσμούς της αμερικανικής κυριαρχίας και όχι στη δική της στρατιωτική ισχύ. Χωρίς αυτό το βασικό χαρακτηριστικό, η Κίνα δεν μπορεί να θεωρηθεί ιμπεριαλιστική δύναμη. Το να υποστηρίζεις το αντίθετο είναι σαν να ζωγραφίζεις τον ιμπεριαλισμό με πασιφιστικά χρώματα. Αυτό θα σήμαινε ότι οι χώρες σε όλο τον κόσμο αποδέχονται την υπερεκμετάλλευσή τους με καθαρά εμπορικούς όρους και ότι ο κόσμος έχει ήδη ξαναμοιραστεί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων με εντελώς ειρηνικό τρόπο.

Τι γίνεται με χώρες όπως η Γερμανία και η Ιαπωνία; Και αυτές εξαρτώνται από τον αμερικανικό στρατό. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι ιμπεριαλιστικές; Όχι, δεν σημαίνει αυτό. Τόσο η Γερμανία όσο και η Ιαπωνία έκαναν προσπάθειες να αμφισβητήσουν την υπεροχή των ΗΠΑ –με καταστροφικές συνέπειες– και μετά την ήττα τους, είναι εταίροι του αμερικανικού συστήματος. Και οι δύο κατέχουν προνομιούχες θέσεις στην παγκόσμια οικονομία ως αποτέλεσμα της συμμαχίας τους με τις ΗΠΑ. Αυτό διαφέρει από την Κίνα, η οποία έχει υπάρξει πάντα παρείσακτη παρά τη βαθιά οικονομική ενσωμάτωση των τελευταίων δεκαετιών.

5) Ποιες Χώρες Καταπιέζει η Κίνα;

Προφανώς δεν μπορεί να υπάρξει ιμπεριαλισμός χωρίς την καταπίεση ξένων χωρών. Αυτό θέτει το ερώτημα: Ποιες χώρες καταπιέζει η Κίνα; Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το πολιτικό καθεστώς στην Κίνα καταπιέζει τον ίδιο της το λαό. Είναι επίσης σαφές ότι η Κίνα καταπιέζει τις εθνικές μειονότητες εντός των συνόρων της. Αλλά αν αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται για να είναι ιμπεριαλιστική, το Ιράκ και η Σρι Λάνκα θα πληρούσαν τα κριτήρια. Οι περισσότερες χώρες καταπιέζουν τις εθνικές μειονότητες εντός των συνόρων τους και όλες οι χώρες κυβερνούν εις βάρος του λαού τους. Αυτό δεν τις καθιστά ιμπεριαλιστικές.

«Αλλά τι γίνεται με την Πρωτοβουλία Μια Ζώνη, Ένας Δρόμος» (BRI), κραυγάζει η ISA & ΣΙΑ. «Δεν είναι ένα εκμεταλλευτικό ιμπεριαλιστικό σχέδιο;» Είναι αλήθεια ότι η Κίνα έχει επενδύσει δισεκατομμύρια (σε αμερικανικά δολάρια) σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας, κατασκευάζοντας υποδομές και φορτώνοντάς τες με χρέος. Δεν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι η Κίνα δεν κάνει τέτοιες επενδύσεις ξεκινώντας από τα συμφέροντα των εργατών. Έχει επιτεθεί στα συνδικαλιστικά δικαιώματα, έχει διαφθείρει αξιωματούχους, έχει περιφρονήσει το τοπικό αίσθημα και έχει υποστηρίξει κάθε είδους αντιδραστικά καθεστώτα. Ωστόσο, το ερώτημα δεν είναι αν οι πράξεις της Κίνας είναι καλοπροαίρετες, αλλά αν έργα όπως η BRI έχουν μετατρέψει την Κίνα σε ιμπεριαλιστικό αφέντη. Δηλαδή, η Κίνα χρησιμοποιεί βία για να επιβάλει τη θέλησή της σε χώρες όπου έχει πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις;

Ας δούμε τη Σρι Λάνκα, το πρότυπο της κινεζικής «διπλωματίας της παγίδας χρέους». Η Σρι Λάνκα, ως γνωστόν, δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους τόκους των κινεζικών δανείων που συγκέντρωσε για την κατασκευή ενός νέου λιμανιού και το μίσθωσε στην Κίνα για 99 χρόνια. Αλλά εξουσιάζει η Κίνα τη Σρι Λάνκα; Όχι. Όταν το 2022 η χώρα δεν ήταν σε θέση να πληρώσει τους ξένους πιστωτές της (σε δολάρια ΗΠΑ), δεν ήταν η Κίνα που όρμησε να υπαγορεύσει τους όρους. Όπως πάντα ήταν το ΔΝΤ και οι διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές έγιναν στην Ουάσιγκτον, όχι στο Πεκίνο. Ακόμη και δυτικοί παρατηρητές αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι η κρίση χρέους της Σρι Λάνκα δεν οφειλόταν σε κινεζικά δάνεια.

Τι γίνεται με το Πακιστάν; Το 2017, η Επαναστατική Κομμουνιστική Διεθνής Τάση (RCIT) έβγαλε μια ανακοίνωση διακηρύσσοντας: «Ο Οικονομικός Διάδρομος Κίνας-Πακιστάν Είναι Ένα Έργο του Κινεζικού Ιμπεριαλισμού Για την Αποικιοποίηση του Πακιστάν!» Η ISA από την πλευρά της ισχυρίζεται ότι το Πακιστάν είναι μέρος του ιμπεριαλιστικού μπλοκ της Κίνας ενάντια στις ΗΠΑ («“Η Άνοδος της Κίνας”– Μια Απαρχαιωμένη Άποψη») [«“China’s Rise”– An Outdated View,»] chinaworker.info, 24 Απριλίου. Οποιοσδήποτε με τις πιο βασικές γνώσεις για το Πακιστάν γνωρίζει ότι αυτό είναι απόλυτη ανοησία. Ενώ η Κίνα έχει στενές σχέσεις με το Πακιστάν, οι ΗΠΑ κάνουν κουμάντο. Αυτό φάνηκε με απόλυτη σαφήνεια μόλις το 2022, όταν οι ΗΠΑ συνωμότησαν με την πακιστανική στρατιωτική ελίτ για να απομακρυνθεί από το αξίωμα και να φυλακιστεί ο πρόεδρος Ιμράν Χαν. Σε απάντηση, η Κίνα δεν έκανε τίποτα.

Οι ισχυρισμοί περί «κινεζικού ιμπεριαλισμού» είναι ίσως πιο τραγελαφικοί όταν αφορούν την Αφρική. Οι Δυτικές δυνάμεις καταπιέζουν την Αφρική για αιώνες, κρατώντας την ήπειρο σε κατάσταση εξαθλίωσης και συγκρούσεων. Είναι οι γαλλικές και αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις που καλύπτουν την ήπειρο, όχι τα κινεζικά φυλάκια (η μοναδική ξένη βάση τους είναι στο Τζιμπουτί). Είναι η Γαλλία που κατέχει τα μισά συναλλαγματικά αποθέματα και ελέγχει τα νομίσματα περισσότερων από δώδεκα αφρικανικών χωρών. Και όπως οπουδήποτε αλλού, οι κρίσεις χρέους εκδηλώνονται με πληρωμές σε δολάρια και ευρώ, όχι σε ρενμίνμπι.

Για άλλη μια φορά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Κίνα παίζει έναν καλοπροαίρετο ρόλο στην Αφρική. Κάθε άλλο. Το θέμα είναι απλώς ότι η Κίνα δεν επιβάλλει τη θέλησή της με εξαναγκασμό σε καμία χώρα της Αφρικής. Δεν είναι η Κίνα που κατέστρεψε τη Λιβύη, τη Σομαλία, το Μάλι, τον Νίγηρα, το Τσαντ και τόσες άλλες χώρες. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, υπεύθυνοι είναι οι Δυτικοί ιμπεριαλιστές.

Αυτό μας φέρνει στις θάλασσες της Νότιας και Ανατολικής Κίνας. Επιθυμεί η Κίνα να μετατρέψει τον Ειρηνικό σε κινεζική λίμνη; Εμείς πιστεύουμε πως όχι. Αλλά ακόμη και αν το ήθελε, αυτό δεν την καθιστά ιμπεριαλιστική. Είναι απαραίτητο να γίνουμε συγκεκριμένοι: ποια είναι η κατάσταση όπως έχει σήμερα; Από την ήττα της Ιαπωνίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αμερική είναι ο αφέντης του Ειρηνικού. Αρκεί να κοιτάξει κανείς τον χάρτη για να δει ότι η Κίνα είναι πλήρως περικυκλωμένη από συμμάχους της Αμερικής, οι περισσότεροι από τους οποίους καλωσορίζουν τα αμερικανικά στρατεύματα στο έδαφός τους. Οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα, η Ινδονησία, η Ταϊβάν – καμία από αυτές τις χώρες δεν καταπιέζεται από την Κίνα, όλες κυριαρχούνται από τους Αμερικανούς.

Αυτή δεν ήταν μια ειρηνική και σταδιακή διαδικασία. Εγκαθιδρύθηκε με τον βομβαρδισμό του Τόκιο, το ολοκαύτωμα της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, τον πόλεμο της Κορέας, τη σφαγή των Κομμουνιστών της Ινδονησίας και αμέτρητα άλλα εγκλήματα. Οι απολογητές του Δυτικού ιμπεριαλισμού ουρλιάζουν για τη στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας στην περιοχή. Αλλά πού έχει εισβάλει η Κίνα; Αρκεί να δει κανείς αντικειμενικά τα γεγονότα για να διαπιστώσει ότι οι κραυγές περί κινεζικού ιμπεριαλισμού στον Ειρηνικό δεν είναι παρά χοντροειδής συνθηκολογήσεις με το status quo της αμερικανικής κυριαρχίας.

Όσον αφορά την Ταϊβάν, η περίπτωσή της είναι αρκετά μοναδική. Ιστορικά ήταν μέρος της Κίνας. Μετά την Επανάσταση του 1949, έγινε καταφύγιο για την κινεζική καπιταλιστική τάξη. Έκτοτε, η Ταϊβάν έχει συνειδητά οικοδομηθεί από τους Αμερικανούς ως προγεφύρωμα για να φέρουν την Κίνα και πάλι υπό ιμπεριαλιστική κυριαρχία. Είναι αλήθεια ότι σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι στο νησί δεν επιθυμούν την επανένωση με την Κίνα. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό επειδή το ΚΚΚ προσφέρει μόνο καταστολή και διατήρηση του καπιταλισμού εκεί. Αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι η διαμάχη για την Ταϊβάν αφορά την ιμπεριαλιστική κυριαρχία της Ασίας από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι αυτή η κυριαρχία που εξηγεί τον διαχωρισμό της Ταϊβάν από την ηπειρωτική χώρα. Ένας πόλεμος για την Ταϊβάν θα ήταν ένας πόλεμος για την ολοκλήρωση της Επανάστασης του 1949, όχι ένας πόλεμος αυτοκρατορικής κατάκτησης από την Κίνα.

6) Πολιτικές Συνέπειες

Ο σάλος για τον κινεζικό και ρωσικό ιμπεριαλισμό εξυπηρετεί μόνο για να καλύψει το γεγονός ότι είναι μια μικρή ομάδα δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ που καταπιέζει ολόκληρο τον πλανήτη. Ούτε η Κίνα ούτε η Ρωσία καταπιέζουν έθνη πέρα από τα άμεσα σύνορα ή την περιφέρειά τους. Στην πραγματικότητα είναι αυτοί που πολιορκούνται εδώ και δεκαετίες από τον Δυτικό ιμπεριαλισμό.

Το σημείο εκκίνησης για την επαναστατική στρατηγική και την ενοποίηση του προλεταριάτου στην Ανατολική Ασία ή την Ανατολική Ευρώπη πρέπει να είναι η εκδίωξη του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από την περιοχή. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο να υποστηρίξουμε το ΚΚΚ ή το Κρεμλίνο; Φυσικά και όχι. Οι αντιδραστικές πολιτικές τους υπονομεύουν τον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό σε κάθε βήμα. Για παράδειγμα, η εθνική καταπίεση των Ουκρανών και των Ουιγούρων από τις ρωσικές και κινεζικές κυβερνήσεις εμποδίζει την ενότητα των εργατών ενάντια στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Η αναγνώριση των εθνικών τους δικαιωμάτων θα ενίσχυε τον αγώνα ενάντια στις δυνάμεις που καταπιέζουν την Ανατολική Ασία, την Ανατολική Ευρώπη και τον κόσμο.

Αλλά μια νίκη της Ρωσίας ή της Κίνας σε έναν πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ δεν θα σήμαινε ότι θα έπαιρναν τη θέση τους στην κορυφή του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος; Όλα εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες συνθήκες υπό τις οποίες θα επιτευχθεί αυτή η νίκη. Το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να αγωνιστούν για να διασφαλίσουν ότι η κατάρρευση της αμερικανικής τάξης πραγμάτων θα συμβεί με επαναστατικούς διεθνιστικούς όρους ευνοϊκούς για την εργατική τάξη. Για να διαμορφώσουμε αυτόν τον αγώνα, είναι απαραίτητο να συμμετέχουμε ενεργά σε κάθε στάδιο. Θα ήταν το χειρότερο έγκλημα να μην αγωνιστούμε για την ήττα των ΗΠΑ, της δύναμης που σήμερα καταπιέζει τον κόσμο, από φόβο ότι αύριο μια άλλη δύναμη μπορεί να γίνει ο νέος καταπιεστής.

Επί της ουσίας, η καταγγελία του «κινεζικού ιμπεριαλισμού» αποτελεί ένα λεπτό φύλλο συκής για την άρνησή τους να εναντιωθούν στην κυριαρχία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους. Η ισχυρή υποστήριξη αυτής της θέσης από την αριστερά αντανακλά την πραγματικότητα, ότι στις χώρες συμμάχους της Δύσης είναι αδύνατο να θεωρηθεί κανείς αξιοσέβαστος από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία ή τους φιλελεύθερους κύκλους, ενώ υπερασπίζεται την Κίνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Αν και μπορεί να ακούγεται ριζοσπαστικό σε κάποιους να κάνουν μια εξίσωση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, τα γεγονότα δείχνουν ότι η πρώτη κυριαρχεί σε ολόκληρο το ιμπεριαλιστικό σύστημα από το 1945, ενώ η δεύτερη δεν κυριαρχεί σε κανένα μέρος του κόσμου εκτός των συνόρων της. Φυσικά, δεν μπορείς να είσαι επαναστάτης ενώ υπερασπίζεσαι τις πολιτικές του ΚΚΚ. Αλλά είναι άξεστος σοσιαλσοβινισμός να απορρίπτεις τον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία των ΗΠΑ, προβάλλοντας τον μπαμπούλα του «κινεζικού ιμπεριαλισμού».

Μέρος Δεύτερο: Η Κίνα Δεν Είναι Καπιταλιστική

1) Μαρξισμός και Κράτος

Για να συζητήσουμε αν το κινεζικό κράτος είναι καπιταλιστικό ή παραμένει εργατικό κράτος, είναι σημαντικό να καθορίσουμε μια βασική μεθοδολογική προσέγγιση. Όπως και με τον ιμπεριαλισμό, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς σταματά το ζήτημα εκεί που αυτό ξεκινά. Για το στρατόπεδο που υποστηρίζει ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική, απλά δείχνοντας τον αριθμό των δισεκατομμυριούχων και των πολυεθνικών εταιρειών επιλύει το ζήτημα. Για την αντίθετη άποψη, ο κρατικός έλεγχος των στρατηγικών βιομηχανιών και η υψηλή οικονομική ανάπτυξη θεωρούνται αρκετά για να αποδείξουν ότι η Κίνα δεν είναι καπιταλιστική. Για άλλη μια φορά, το ζήτημα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό εξετάζοντας μεμονωμένα στιγμιότυπα, αλλά πρέπει να εξεταστεί στη συγκεκριμένη ιστορική του εξέλιξη.

Η ταχεία αύξηση των καπιταλιστών και το υψηλό επίπεδο των εθνικοποιημένων βιομηχανιών είναι αμφότερα κλειδιά για την κατανόηση της Κίνας, αλλά δεν αποδεικνύουν τίποτα από μόνα τους. Όπως επισήμανε ο Τρότσκι στο «Η Ταξική Φύση του Σοβιετικού Κράτους» (Οκτώβριος 1933), οι Μπολσεβίκοι δεν εθνικοποίησαν τη βιομηχανία κατά το πρώτο έτος της Ρωσικής Επανάστασης· παρέμεινε σε ιδιωτικά χέρια υπό εργατικό έλεγχο. Το 1921, οι Μπολσεβίκοι επανεισήγαν τις σχέσεις της αγοράς στη γεωργία μέσω της Νέας Οικονομικής Πολιτικής, ωστόσο αυτό δεν σήμαινε επιστροφή στον καπιταλισμό. Περαιτέρω, η ίδια η καπιταλιστική τάξη μπορεί να εθνικοποιήσει τεράστιες ζώνες της βιομηχανίας ως απάντηση σε ορισμένες κρίσεις (για παράδειγμα, η Πορτογαλία τη δεκαετία του 1970). Αυτά τα παραδείγματα δείχνουν μόνο ότι οι μορφές ιδιοκτησίας όταν λαμβάνονται ως μεμονωμένος παράγοντας, είναι ανεπαρκείς για να καθορίσουν την ταξική φύση μιας χώρας.

Για τους Μαρξιστές, η ουσία του ζητήματος είναι το ίδιο το κράτος, δηλαδή οι ένοπλες δυνάμεις και η γραφειοκρατία. Ποια ταξική δικτατορία υπερασπίζονται; Παρά τις μεγάλες πιθανές παραλλαγές στις πολιτικές μορφές που μπορεί να πάρει ένα κράτος (δημοκρατικό, βοναπαρτιστικό, φασιστικό κ.λ.π.), αντιπροσωπεύει πάντα την εξουσία μιας διακριτής τάξης. Συνοψίζοντας τον Ένγκελς, ο Λένιν εξήγησε:

«Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες».

Κράτος και Επανάσταση (1917)

Ο Λένιν επέμενε ότι η «μικροαστική δημοκρατία» δεν θα καταλάβει ποτέ «ότι το κράτος είναι όργανο κυριαρχίας ορισμένης τάξης που δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον αντίποδά της (με την αντίπαλη σ’ αυτήν τάξη)». Και έτσι είναι μέχρι σήμερα. Κάθε λάθος για την ταξική φύση της Κίνας και τις μελλοντικές προοπτικές της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) βασίζεται στην απόρριψη αυτών των βασικών εννοιών του κράτους που περιέγραψε ο Λένιν.

Ο ρεβιζιονισμός σε αυτό το ζήτημα ξεκινά με το ίδιο το ΚΚΚ. Η αντίληψη του ίδιου του Μάο που περιγράφεται στο «Για τη Νέα Δημοκρατία» (1940) είναι η «κοινή δικτατορία όλων των επαναστατικών τάξεων» της Κίνας – η οποία υποτίθεται ότι περιλάμβανε και την εθνικιστική αστική τάξη. Αυτό αποδείχθηκε μια πλήρης αυταπάτη. Όταν ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΛΑΣ) του Μάο νίκησε τις εθνικιστικές δυνάμεις του Γκουομιντάνγκ, δεν υπήρξε «κοινή δικτατορία». Η αστική τάξη συντριπτικά κατέφυγε στην Ταϊβάν και όσοι δεν το έκαναν απαλλοτριώθηκαν. Η ΛΔΚ –η δικτατορία του προλεταριάτου– δεν μπορούσε να συμφιλιωθεί με τον αντίποδά της, μια σαφή επιβεβαίωση της Μαρξιστικής θεωρίας. Ωστόσο, η ίδια αυταπάτη βρισκόταν πίσω από τη «μεταρρύθμιση και το άνοιγμα» του Ντενγκ και εξακολουθεί να υποστηρίζεται από το ΚΚΚ. Από τον Ντενγκ μέχρι τον Σι, ο «σοσιαλισμός με κινεζικά χαρακτηριστικά» βασίζεται στο μύθο ότι δεν υπάρχει θεμελιώδης σύγκρουση μεταξύ της αστικής τάξης και του σοσιαλισμού. Τέτοιες αυταπάτες αποτελούν θανάσιμη απειλή για τη ΛΔΚ.

Με διαφορετικό τρόπο, οι διάφοροι σοσιαλιστές που ισχυρίζονται ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική κάνουν το ίδιο λάθος. Αντί να υποστηρίζουν ότι ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός μπορούν να συνυπάρξουν, όπως κάνει το ΚΚΚ, υποστηρίζουν ότι υπήρξε μια σταδιακή και αδιάκοπη μετάβαση της Κίνας από ένα εργατικό κράτος μετά το 1949 σε ένα καπιταλιστικό κράτος τη δεκαετία του 1990. Σύμφωνα με αυτούς, αυτή η μετάβαση πραγματοποιήθηκε χωρίς μια περίοδο οξείας κρίσης κατά την οποία η κρατική δομή της ΛΔΚ διαλύθηκε και αντικαταστάθηκε από μια νέα. Με άλλα λόγια, πιστεύουν ότι ο ίδιος κρατικός μηχανισμός, η ίδια γραφειοκρατία και το ίδιο καθεστώς μπορούν να υπερασπιστούν τη δικτατορία δύο ανταγωνιστικών τάξεων. Αυτός είναι απλά ένας άλλος τρόπος για να διαγράψουν την ασυμφιλίωτη ταξική σύγκρουση που η ίδια η ύπαρξη του κράτους ενσωματώνει. Απαντώντας σε αυτά ακριβώς τα επιχειρήματα σε σχέση με τη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του 1930, ο Τρότσκι εξήγησε:

«Η μαρξιστική θέση που σχετίζεται με τον καταστροφικό χαραχτήρα της μεταβίβασης της εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης τάξης ισχύει όχι μόνο για τις επαναστατικές περίοδες, όταν η ιστορία προχωράει μανιασμένα προς τα μπρος, αλλά και για τις περίοδες της αντεπανάστασης όταν η κοινωνία κατρακυλάει προς τα πίσω. Όποιος ισχυρίζεται πως η σοβιετική κυβέρνηση έχει βαθμιαία αλλάξει από προλεταριακή σε αστική δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να γυρίζει ανάποδα, ας το πούμε έτσι, το φιλμ του ρεφορμισμού».

—«Η Ταξική Φύση του Σοβιετικού Κράτους»

Για να καθοριστεί ο ταξικός χαρακτήρας της Κίνας, το βασικό κριτήριο δεν είναι ο βαθμός στον οποίο επικρατούν οι σχέσεις της αγοράς ή η σχεδιασμένη οικονομία, αν και αυτοί είναι σίγουρα σημαντικοί παράγοντες. Αλλά, είναι το αν έχει υπάρξει ποιοτική αλλαγή στη φύση και τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού. Όσοι πιστεύουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική πρέπει είτε να υποστηρίξουν ότι ο Τρότσκι έκανε λάθος και ότι είναι πράγματι δυνατό για ένα κράτος να αλλάξει βαθμιαία τον ταξικό του χαρακτήρα, είτε να εξηγήσουν πότε και πώς έλαβε χώρα η αντεπανάσταση στην Κίνα.

2) Οι Αντεπαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και την ΕΣΣΔ

Μια βασική διαφορά μεταξύ του θεωρητικού επιχειρήματος του Τρότσκι τη δεκαετία του 1930 και σήμερα είναι ότι έχουμε δει μια σειρά από σαφή ιστορικά παραδείγματα αντεπαναστάσεων. Δεν υπάρχει πρακτικά καμία διαφωνία σχετικά με το γεγονός ότι ο καπιταλισμός παλινορθώθηκε στα πρώην εργατικά κράτη της Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ. Η διαδικασία ήταν διαφορετική στην Πολωνία, την ΓΛΔ (Ανατολική Γερμανία), τη Γιουγκοσλαβία και την ίδια τη Σοβιετική Ένωση, αλλά κάθε ένα από αυτά τα παραδείγματα επιβεβαιώνει διεξοδικά «τον καταστροφικό χαραχτήρα της μεταβίβασης της εξουσίας από τα χέρια μιας τάξης στα χέρια μιας άλλης».

Χωρίς να εισέλθουμε σε μια λεπτομερή ιστορία του πώς η αντεπανάσταση θριάμβευσε σε κάθε περίπτωση, είναι δυνατό να διακρίνουμε διάφορα βασικά χαρακτηριστικά κοινά σε όλες. Σε κάθε περίπτωση μια οξεία πολιτική κρίση οδήγησε στην κατάρρευση του Σταλινικού καθεστώτος. Αν και σε ορισμένες χώρες οι πρώην Σταλινικοί μπόρεσαν να διατηρήσουν εξέχουσες ή και ηγετικές θέσεις στον καπιταλισμό, σε καμία περίπτωση το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα δεν παρέμεινε στην εξουσία. Επιπλέον, σε όλες τις περιπτώσεις η κρατική δομή αναδιοργανώθηκε απόλυτα. Στη Γιουγκοσλαβία, την Τσεχοσλοβακία, την Ανατολική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, τα κράτη διασπάστηκαν ή διαλύθηκαν. Αλλά ακόμη και όπου δεν συνέβη αυτό, το κράτος αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις του και άλλαξε το όνομα, το σύνταγμα και το νομικό του σύστημα.

Δεν υπάρχουν πλέον Κόκκινοι Στρατοί ή Λαϊκοί Στρατοί στην Ευρώπη. Δεν υπάρχουν πλέον σφυριά και δρεπάνια στις εθνικές σημαίες – εκτός από την Υπερδνειστερία – ούτε Σοσιαλιστικές και Λαϊκές Δημοκρατίες. Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι τέτοια ονόματα και σύμβολα δεν έχουν νόημα. Αλλά αυτό είναι λάθος. Ως κατακτητικός στρατός, ο καπιταλισμός έφερε τις σημαίες του, τα σύμβολά του, τις αξίες και τη γλώσσα του. Αυτές οι αλλαγές εξέφρασαν την αποφασιστική ρήξη στην κρατική εξουσία. Αντιπροσώπευσαν την αποφασιστική νίκη του καπιταλισμού επί του Σταλινισμού.

Ας δούμε την οικονομική πλευρά του ζητήματος. Λίγο πριν την αντεπανάσταση, πολλές χώρες του Ανατολικού μπλοκ είχαν λάβει με την πάροδο των ετών μέτρα για την απελευθέρωση των οικονομιών τους. Ωστόσο, η επιστροφή στον καπιταλισμό δεν ήταν μια σταδιακή οικονομική μετάβαση, αλλά ήρθε με τη μορφή ενός καταστροφικού σοκ. Τα παλιά οικονομικά μοντέλα κατέρρευσαν απότομα και ένα νέο μοντέλο θεσπίστηκε, γενικά υπό τις επιταγές του ΔΝΤ. Οι άμεσες συνέπειες ήταν η αποβιομηχάνιση, η μαζική ανεργία, ο πληθωρισμός και η ύφεση.

Σύμφωνα με μια μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας του 1998, «Εισόδημα, Ανισότητα και Φτώχεια κατά τη Μετάβαση από τη Σχεδιασμένη στην Οικονομία της Αγοράς», η συνολική αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παράγονταν στις χώρες που πέρασαν στον καπιταλισμό μειώθηκε κατά τουλάχιστον ένα τέταρτο σε πραγματικούς όρους. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι κρατικές επιχειρήσεις ρευστοποιήθηκαν με εκποιήσεις. Η Λευκορωσία είναι η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Οι κρατικές επιχειρήσεις δεν ρευστοποιήθηκαν, ωστόσο το οικονομικό σοκ ήταν εξίσου βίαιο, με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να συρρικνώνεται κατά 34 τοις εκατό.

Οι κοινωνικές συνέπειες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης ήταν δραματικές. Το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στις περισσότερες χώρες. Η Ρωσία βίωσε τέτοια άνοδο της θνησιμότητας που ξεπέρασε την εμπειρία οποιασδήποτε βιομηχανικής χώρας σε καιρό ειρήνης. Η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε με εμφύλιο πόλεμο. Η φτώχεια εξερράγη σε όλα τα πρώην Κομμουνιστικά κράτη. Η μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις χώρες αυτές (εξαιρουμένων εκείνων που βρίσκονταν σε πόλεμο) ανέφερε: «Ενώ υπολογιζόταν ότι, το 1989, ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν με λιγότερα από 4 δολάρια την ημέρα (σε διεθνείς τιμές) ήταν 14 εκατομμύρια (σε έναν πληθυσμό περίπου 360 εκατομμυρίων), τώρα υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 140 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν κάτω από το ίδιο όριο φτώχειας».

Τα συμπεράσματα είναι ξεκάθαρα: Παντού η αντεπανάσταση ήταν μια βάρβαρη διαδικασία. Είτε επρόκειτο για πολιτικό, οικονομικό ή κοινωνικό επίπεδο, η μετάβαση από το εργατικό κράτος στον καπιταλισμό ήταν απότομη και αντιπροσώπευε μια σαφή ρήξη με το παρελθόν.

3) Μεταρρύθμιση και Άνοιγμα στην Κίνα

Πώς συγκρίνονται οι αντεπαναστάσεις στην Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση με τη «μεταρρύθμιση και το άνοιγμα» στην Κίνα; Εστιάζοντας μόνο σε μεμονωμένους παράγοντες, όπως ο αριθμός των ιδιωτικοποιήσεων και η ταχεία εξάπλωση των σχέσεων της αγοράς, είναι δυνατόν να επισημανθούν ομοιότητες. Αλλά αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και δούμε τη μεγάλη εικόνα, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν έχουν τίποτα κοινό.

Σε πολιτικό επίπεδο, οι διαφορές είναι οι πιο εμφανείς. Η Κίνα δεν γλίτωσε από την πολιτική αναταραχή που συγκλόνισε τις μη καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Κεντρικής Ασίας στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Ωστόσο, το αποτέλεσμα αυτής της αναταραχής ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η πλατιά εξέγερση των φοιτητών και εργατών που πυροδότησαν οι διαδηλώσεις της Τιενανμέν το 1989 έριξε το καθεστώς του ΚΚΚ σε κρίση. Αλλά σε αντίθεση με τις Σταλινικές γραφειοκρατίες στη ΓΛΔ, την Πολωνία και τη Σοβιετική Ένωση, το ΚΚΚ δεν κατέρρευσε αλλά συνέτριψε το κίνημα με ένα αιματηρό κύμα καταστολής. Ως αποτέλεσμα, το ΚΚΚ ενίσχυσε τη λαβή του στην πολιτική εξουσία. Το αποτέλεσμα των γεγονότων της Τιενανμέν ήταν η πολιτική συνέχεια και όχι η ρήξη.

Σήμερα, όλοι οι βασικοί κρατικοί θεσμοί είναι θεμελιωδώς αμετάβλητοι ως προς τη λειτουργία και την εμφάνισή τους. Η Κίνα εξακολουθεί να κυβερνάται από ένα Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι ένοπλες δυνάμεις είναι ο ΛΑΣ, που αποτελεί συνέχεια του αγροτικού στρατού του Μάο. Η Λαϊκή Δημοκρατία εξακολουθεί να υφίσταται, το ανώτατο κρατικό όργανο εξακολουθεί να είναι (επίσημα) το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο και η θέση με το υψηλότερο κύρος παραμένει αυτή του Γενικού Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος. Κανείς δεν αμφισβητεί αυτά τα γεγονότα – απλώς θεωρούνται άσχετα από εκείνους που πιστεύουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική.

Τι γίνεται στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα; Ο Τρότσκι προέβλεψε ότι η συνέχιση της γραφειοκρατικής διακυβέρνησης στην ΕΣΣΔ που θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της προλεταριακής δικτατορίας θα οδηγούσε σε «σταμάτημα της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης, σε μια φοβερή κοινωνική κρίση και σε μια κατακόρυφη πτώση ολόκληρης της κοινωνίας» («Η Ταξική Φύση του Σοβιετικού Κράτους»).

Έχουμε ήδη δει πώς αυτό ακριβώς συνέβη στην Ανατολική Ευρώπη και στη Σοβιετική Ένωση. Στην Κίνα ωστόσο, βλέπουμε το εντελώς αντίθετο. Τη δεκαετία του 1990 σημειώθηκε η πιο εκπληκτική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στην ιστορία, μια απαράμιλλη μείωση της φτώχειας και μια γενική βελτίωση των κοινωνικοοικονομικών δεικτών.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η απελευθέρωση της αγοράς στην Κίνα έγινε σύμφωνα με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Επιπρόσθετα στις φρικτές συνθήκες εργασίας στις νέες καπιταλιστικές επιχειρήσεις και τα ξένα εγχειρήματα, τεράστια στρώματα της εργατικής τάξης υπέφεραν τρομερά λόγω των ιδιωτικοποιήσεων και των μεταρρυθμίσεων της αγοράς. Αλλά στο σύνολό της, η κινεζική οικονομία απλά δεν πέρασε το ίδιο καταστροφικό σοκ που βίωσαν χώρες που είχαν μια αντεπανάσταση. Η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων είχε δραματικές συνέπειες, αλλά έγινε βαθμιαία και με τρόπο που διατήρησε τη συνολική δομή της κοινωνίας.

Στην πραγματικότητα, όλο το νόημα της «μεταρρύθμισης και του ανοίγματος» δεν ήταν να παλινορθωθεί ο καπιταλισμός, αλλά να δημιουργηθούν οι οικονομικές συνθήκες ώστε το ΚΚΚ να αποφύγει τη μοίρα άλλων Σταλινικών καθεστώτων. Αξίζει να παραθέσουμε τα λόγια του Ντενγκ Σιάο Πινγκ κατά τη διάρκεια της Νότιας περιοδείας του το 1992, την οποία πολλοί θεωρούν ως το σημείο καμπής για την καπιταλιστική παλινόρθωση, για να δούμε πώς η ίδια η γραφειοκρατία παρουσίασε αυτόν τον μετασχηματισμό:

«Όσον αφορά την οικοδόμηση ειδικών οικονομικών ζωνών, μερικοί διαφώνησαν με την ιδέα από την αρχή, αναρωτώμενοι αν αυτό δεν θα σήμαινε την εισαγωγή του καπιταλισμού. Τα επιτεύγματα στην κατασκευή της Σεντζέν έδωσαν σε αυτούς τους ανθρώπους μια σαφή απάντηση: οι ειδικές οικονομικές ζώνες είναι σοσιαλιστικές, όχι καπιταλιστικές. Στην περίπτωση της Σεντζέν, ο δημόσιος τομέας είναι το στήριγμα της οικονομίας, ενώ ο τομέας με ξένες επενδύσεις αντιπροσωπεύει μόνο το ένα τέταρτο.... Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τις φοβόμαστε. Όσο παραμένουμε συνετοί, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Έχουμε τα πλεονεκτήματά μας: έχουμε τις μεγάλες και μεσαίες κρατικές επιχειρήσεις και τις αγροτικές επιχειρήσεις. Το πιο σημαντικό είναι ότι η πολιτική εξουσία βρίσκεται στα χέρια μας». (Δική μας μετάφραση)

—«Αποσπάσματα από Ομιλίες που Δόθηκαν στις Πόλεις Γουτσάνγκ, Σεντζέν, Ζουχάι και τη Σαγκάη» (18 Ιανουαρίου-21 Φεβρουαρίου 1992)

Το θέμα δεν είναι ο βαθμός στον οποίο ο Ντενγκ ήταν ειλικρινής όσον αφορά τη δέσμευσή του στο σοσιαλισμό. Όμως, αυτά τα λόγια είναι σημαντικά επειδή δείχνουν μια σαφή επιθυμία για συνέχεια. Αυτά δεν είναι τα λόγια ενός Μπόρις Γέλτσιν που έχει βαλθεί να οικοδομήσει ένα νέο κοινωνικό καθεστώς, αλλά ενός δεξιού Σταλινικού μεταρρυθμιστή (όπως ο Μπουχάριν ή ο Γκορμπατσόφ).

Τι γίνεται όμως με τις ανισότητες στην Κίνα; Δεν εξερράγησαν όπως ακριβώς στη Ρωσία και σε άλλα πρώην εργατικά κράτη; Οι ανισότητες είναι πράγματι τερατώδεις και αυτό δείχνει την αντιδραστική φύση των πολιτικών του ΚΚΚ. Ωστόσο, αρκεί μόνο να κοιτάξουμε τα εκατομμύρια που λιμοκτονούσαν υπό τον Μάο για να δούμε ότι αυτό δεν είναι καθόλου καινούργιο. Για άλλη μια φορά, είναι σημαντικό να κοιτάξουμε βαθύτερα από τις απλές στατιστικές.

Στη Ρωσία, οι ανισότητες εξερράγησαν και οι δισεκατομμυριούχοι ξεπρόβαλλαν στο πλαίσιο της γενικής κοινωνικής παρακμής. Στην Κίνα, η διαδικασία αυτή συνέβη στο πλαίσιο της γενικής κοινωνικής προόδου. Στην πρώτη περίπτωση, έχουμε μια κοινωνία που σάπιζε, που λεηλατήθηκε από το ξένο κεφάλαιο και τους ολιγάρχες. Στην άλλη περίπτωση, έχουμε καπιταλιστές και γραφειοκράτες που λαμβάνουν δυσανάλογο μερίδιο σε μια ταχέως αναπτυσσόμενη κοινωνία. Και στις δύο περιπτώσεις, ο συντελεστής Gini αυξάνεται, αλλά αυτό συμβαίνει μέσα από θεμελιακά διαφορετικές κοινωνικές διαδικασίες – αντεπανάσταση από τη μία πλευρά, από την άλλη υψηλή ανάπτυξη βασισμένη στη συγχώνευση του ξένου κεφαλαίου με τον οικονομικό κρατικό έλεγχο.

4) Γυρίζοντας Ανάποδα το Φιλμ του Ρεφορμισμού

Αντιμέτωποι με το προφανές γεγονός ότι το κινεζικό κράτος και το καθεστώς έχουν παραμείνει ουσιαστικά ανέπαφα, οι διάφοροι υποστηρικτές της άποψης ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική πρέπει είτε να αγνοήσουν αυτό το ζήτημα είτε να το εξηγήσουν θεωρητικά. Ας δούμε δύο παραδείγματα που επιχειρούν τουλάχιστον να λύσουν το πρόβλημα.

Η Παράδοση της Μαχητικής Τάσης

Η Μαχητική τάση (Militant tendency) ήταν γνωστή για το ότι υποστήριζε πως ο σοσιαλισμός μπορεί να επιτευχθεί με μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία σοσιαλιστών που θα καταλάβει ειρηνικά τον έλεγχο του καπιταλιστικού κράτους. Δεν είναι σύμπτωση ότι οι διάφοροι απόγονοί της είναι από τους πιο ηχηρούς υπέρμαχους της άποψης ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική.

Στην πορεία προς την κατάρρευση του Σταλινισμού στην Ανατολική Ευρώπη, η Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή (CWI), βασιζόμενη στις θεωρίες του Τεντ Γκραντ, επέκτεινε το ρεφορμιστικό της πρόγραμμα στα παραμορφωμένα εργατικά κράτη. Ένα έγγραφο της Διεθνούς Εκτελεστικής Επιτροπής της CWI του 1992 υποστήριζε ότι την περίοδο αυτή εμφανίστηκαν «ιδιόμορφα υβριδικά κράτη, στα οποία οι αντεπαναστατικές κυβερνήσεις που κινούνταν για την εγκαθίδρυση του καπιταλισμού, στηρίζονταν στα οικονομικά θεμέλια που κληρονόμησαν από το εργατικό κράτος» και ότι «υπό τέτοιες συνθήκες δεν είναι πάντα δυνατό να εφαρμοστεί μια σταθερή κοινωνική κατηγορία: καπιταλιστικό κράτος ή εργατικό κράτος» («Η Κατάρρευση του Σταλινισμού», δική μας μετάφραση). Χάθηκε το «ανειρήνευτο των ταξικών αντιθέσεων» του Λένιν και έρχονται τα διάτρητα «υβριδικά κράτη».

Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα αυτής της ρεβιζιονιστικής θεωρίας ήταν ότι η CWI πήρε ενεργό μέρος στα οδοφράγματα που έστησε ο Γέλτσιν για να ρίξει την ΕΣΣΔ. Αρνούμενοι ότι η αντεπανάσταση ήταν απαραίτητη, κατέληξαν να συμμετέχουν σε αυτή. Εξάλλου, αν η Ρωσία δεν ήταν πλέον εργατικό κράτος πριν από το 1991, τότε δεν υπήρχε τίποτα να υπερασπιστεί. Οι ολέθριες συνέπειες της καταστροφής της Σοβιετικής Ένωσης δείχνουν ξεκάθαρα την απόλυτη χρεοκοπία αυτής της θεωρίας και την ιστορική προδοσία που αντιπροσώπευσε.

Αντί να μάθουν από αυτή την αποτυχία, η CWI και οι απόγονοί της έχουν επεκτείνει την ίδια μεθοδολογία στην Κίνα σήμερα. Στην μπροσούρα Είναι η Κίνα Καπιταλιστική; [Is China Capitalist?] (Μάιος 2000), ο Laurence Coates της ISA χρησιμοποιεί την έννοια του «υβριδικού κράτους» για να υποστηρίξει ότι η Κίνα βαθμιαία μετέβη προς τον καπιταλισμό:

«Η Κίνα ήταν ένα υβρίδιο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έως το 1991-92. Ο μετασχηματισμός από το ένα σύστημα στο άλλο δεν είχε ολοκληρωθεί – ήταν μια περίοδος κατά την οποία ήταν δυνατές δύο διαδρομές ή προοπτικές. Αυτό δεν ισχύει πλέον. Ο κύριος παράγοντας ήταν τα διεθνή γεγονότα – η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η επιτάχυνση του ρυθμού της παγκοσμιοποίησης, αν και η συντριβή του κινήματος στην πλατεία Τιενανμέν και η επίδραση που είχε αυτό στη συνείδηση, ήταν ένα αποφασιστικό σημείο καμπής». (Δική μας μετάφραση)

Όπως έχουμε ήδη δει, η έκβαση της Τιενανμέν αποτέλεσε την πολιτική συνέχεια και όχι τη ρήξη. Όσον αφορά το διεθνές πλαίσιο, είναι υψίστης σημασίας. Αλλά η φύση ενός κράτους δεν αλλάζει επειδή κάτι συνέβη σε μια άλλη χώρα. Η μοίρα του ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου καθορίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα διεθνή γεγονότα, αλλά η φύση του κράτους είχε αλλάξει όταν οι Μπολσεβίκοι κατέλαβαν την εξουσία. Είναι ακριβώς τέτοια αποφασιστικά σημεία καμπής που διαγράφονται από τον Coates. Αντί το κράτος να αντιπροσωπεύει ασυμφιλίωτα ταξικά συμφέροντα, βρίσκουμε μια αναλογική κλίμακα κρατικών μορφών που θα μπορούσε να περάσει σταδιακά από το ένα στάδιο στο άλλο με ολόκληρο το καθεστώς και την κρατική δομή να παραμένουν άθικτα και χωρίς αποφασιστική σύγκρουση ταξικών συμφερόντων. Αυτό είναι απλά ο παλιός κοινοβουλευτικός ρεφορμισμός της Μαχητικής τάσης εφαρμοσμένος στην Κίνα.

RCIT

Προερχόμενη από μια πολύ διαφορετική πολιτική παράδοση, η Επαναστατική Κομμουνιστική Διεθνής Τάση (RCIT) τουλάχιστον λαμβάνει υπόψιν της το ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Σύμφωνα με αυτούς, μια καπιταλιστική αντεπανάσταση λαμβάνει χώρα «όταν μια Σταλινική γραφειοκρατική εργατική κυβέρνηση αντικαθίσταται από ή μετασχηματίζεται σε μια αστική παλινορθωτική κυβέρνηση», η οποία είναι «σταθερά αποφασισμένη, τόσο στα λόγια όσο και στις πράξεις, να επανεγκαθιδρύσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» (Ξεπουλήθηκε η Επανάσταση στην Κούβα; [Cuba’s Revolution Sold Out?], 2013, δική μας μετάφραση).

Ήδη έχουμε δει πως ούτε ο Σι ούτε ο Ντενγκ ήταν ποτέ «σταθερά αποφασισμένοι» να επανεγκαθιδρύσουν τον καπιταλισμό. Αλλά πιο σημαντικός είναι ο ισχυρισμός της RCIT ότι μια «Σταλινική γραφειοκρατική εργατική κυβέρνηση» μπορεί να μετασχηματίσει τον εαυτό της σε «αστική παλινορθωτική κυβέρνηση». Πώς είναι αυτό δυνατόν; Για την RCIT, είναι επειδή πιστεύουν ότι τα όργανα της κρατικής καταστολής στα παραμορφωμένα εργατικά κράτη είναι στην πραγματικότητα ήδη αστικά. Υποστηρίζουν:

«Αν και ο Τρότσκι δεν το διατύπωσε ρητά, είναι σαφές από τα γραπτά του ότι περίμενε πως η επανάσταση της εργατικής τάξης ενάντια στη Σταλινική γραφειοκρατία θα ήταν πολύ πιο βίαιη από μια πιθανή καπιταλιστική παλινόρθωση που θα ανέτρεπε τις προλεταριακές σχέσεις ιδιοκτησίας. Ο λόγος είναι ότι η αστική-γραφειοκρατική κρατική μηχανή (δηλαδή η αστυνομία, ο μόνιμος στρατός, η γραφειοκρατία) δεν είναι ένα προλεταριακό όργανο, αλλά όργανο της μικροαστικής Σταλινικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι πολύ πιο κοντά στην αστική τάξη παρά στην εργατική τάξη». (Η έμφαση δική μας)

Ενώ είναι σωστό ότι η Σταλινική γραφειοκρατία έχει μικροαστικό χαρακτήρα, είναι απολύτως λάθος να λέμε ότι η κρατική μηχανή που διοικεί «δεν είναι ένα προλεταριακό όργανο». Αυτή η ρεβιζιονιστική άποψη ισοδυναμεί με απόρριψη του ίδιου του ορισμού ενός εργατικού κράτους. Στο έργο του Κράτος και Επανάσταση, ο Λένιν εξήγησε:

«Όπως όλοι οι μεγάλοι επαναστάτες διανοητές, έτσι και ο Ένγκελς προσπαθεί να στρέψει την προσοχή των συνειδητών εργατών σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο που στους επικρατούντες φιλισταίους φαίνεται το λιγότερο αξιοπρόσεκτο, το πιο συνηθισμένο, το καθαγιασμένο όχι απλώς με σταθερές, μα, μπορούμε να πούμε, με απολιθωμένες προλήψεις. Ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία είναι τα κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας». (Η έμφαση δική μας)

Τα «κύρια όργανα δύναμης της κρατικής εξουσίας» της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι ο «μόνιμος στρατός και η αστυνομία», όπως ακριβώς και για κάθε άλλη ταξική δικτατορία – δουλοκρατική, φεουδαρχική ή καπιταλιστική. Σε ένα εργατικό κράτος που είναι γραφειοκρατικά παραμορφωμένο, αυτοί οι «σχηματισμοί ένοπλων ανθρώπων» χρησιμοποιούνται από τη γραφειοκρατία ενάντια στα πολιτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, αλλά παραμένουν όργανα ενός εργατικού κράτους.

Στην Κίνα, ο ΛΑΣ έχει χρησιμοποιηθεί για να καταστείλει την εναντίωση από τα αριστερά από το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου – γεγονός που φάνηκε παραστατικά το 1989. Ωστόσο, ο ΛΑΣ κατέστρεψε το κινεζικό καπιταλιστικό κράτος και εγκαθίδρυσε τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο ΛΑΣ παρέμεινε ένα μικροαστικό όργανο; Ήταν η ΛΔΚ ένα μικροαστικό κράτος; Όχι, από το 1949 ο ΛΑΣ έχει υπάρξει το βασικό όργανο της προλεταριακής εξουσίας ενάντια στην εσωτερική και εξωτερική αντεπανάσταση. Είναι εξαιτίας του ΛΑΣ που η κινεζική αστική τάξη στην Ταϊβάν δεν έχει καταφέρει ποτέ να περάσει στην ηπειρωτική χώρα.

Όπως εξήγησε ο Τρότσκι, η σχέση μεταξύ της γραφειοκρατίας και του κράτους σε ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος είναι ανάλογη με εκείνη μεταξύ των φιλοκαπιταλιστών γραφειοκρατών και ενός εργατικού σωματείου. Αν και οι πρώτοι μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον συνδικαλιστικό μηχανισμό για να καταστείλουν τη δυσαρέσκεια της βάσης και είναι «πιο κοντά στην αστική τάξη παρά στην εργατική τάξη», το ίδιο το σωματείο παραμένει ένας θεσμός της εργατικής τάξης, του οποίου η ίδια του η ύπαρξη αποτελεί ανάχωμα ενάντια στα αφεντικά. Για να μπορέσει ένας γραφειοκράτης σε ένα σωματείο να γίνει αδιαμφισβήτητος εκπρόσωπος των καπιταλιστών, πρέπει να έρθει σε ρήξη με το σωματείο. Με τον ίδιο τρόπο, μια Σταλινική κυβέρνηση δεν μπορεί να γίνει «καπιταλιστική κυβέρνηση» χωρίς να σπάσει το δεσμό με τα κρατικά όργανα της επανάστασης.

Είναι ακριβώς αυτός ο δεσμός που έσπασε στην ΕΣΣΔ το 1991. Ο Γέλτσιν κατέστρεψε το εργατικό κράτος και με αυτόν τον τρόπο κατέστρεψε την πηγή της εξουσίας της γραφειοκρατίας – και την ίδια τη γραφειοκρατία ως κυρίαρχη κάστα. Στην Κίνα, η γραφειοκρατία συνειδητά έχει αποφύγει αυτό τον δρόμο και διατηρήθηκε ως ενιαία ομάδα κρατώντας σταθερό έλεγχο στα όργανα της κρατικής καταστολής. Όλο το νόημα της «θεωρίας» της RCIT για το κράτος είναι να διαγράψει την ποιοτική διάκριση μεταξύ των δύο παραδειγμάτων. Σύμφωνα με αυτούς, μπορείς να περάσεις ομαλά από τη μια ταξική δικτατορία στην άλλη – με τη Σταλινική γραφειοκρατία να παραμένει άθικτη – επειδή η αστυνομία και ο στρατός ήταν πάντα, στην καλύτερη περίπτωση, όργανα των μικροαστών. Αυτό αποτελεί απόρριψη όχι μόνο του Τροτσκισμού αλλά και του στοιχειώδους Λενινισμού στο ζήτημα του κράτους.

Ακολουθώντας τη λογική της θεωρίας τους, η RCIT όχι μόνο δηλώνει ότι η Κίνα και το Βιετνάμ είναι καπιταλιστικά κράτη, αλλά ακόμη και η Κούβα και η Βόρεια Κορέα! Διαγράφοντας την ανάγκη για αντεπανάσταση, ανακαλύπτουν τον καπιταλισμό παντού, ακόμα και σε χώρες των οποίων οι οικονομίες και τα καθεστώτα προφανώς βασίζονται σε τυπικά Σταλινικά μοντέλα.

5) Ποιός Κυβερνά την Κίνα;

Χωρίς αμφιβολία, η επαναβεβαίωση των βασικών Μαρξιστικών αρχών για το κράτος δεν θα πείσει τους επικριτές μας. Θα απαντήσουν ότι τέτοια θεωρητικά σημεία αντιφάσκουν με τα γεγονότα. Εξάλλου, η Κίνα έχει 814 δισεκατομμυριούχους και πολλές από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές εταιρείες στον κόσμο, και ακόμη και οι κρατικές επιχειρήσεις της (SOE) λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της αγοράς.

Αυτά είναι σίγουρα σημαντικά γεγονότα, αλλά για να ερμηνευθούν σωστά πρέπει να ενταχθούν σε μια σωστή κατανόηση των ιστορικών νόμων που καθοδηγούν την ανάπτυξη της Κίνας. Οι άνθρωποι έχουν κατακτήσει την επιστήμη της πτήσης· αυτό δεν ακυρώνει τους νόμους της βαρύτητας. Στην πραγματικότητα, μόνο με την κατανόηση αυτών των νόμων είναι δυνατόν να εξηγήσουμε πώς ένα αεροπλάνο μπορεί να απογειωθεί. Η Κίνα είναι ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος που έχει καπιταλιστές. Αυτή είναι μια εξαιρετικά αντιφατική εξέλιξη, αλλά δεν ακυρώνει τη Μαρξιστική θεωρία του κράτους. Αντίθετα, μόνο με τη Μαρξιστική θεωρία μπορούμε να δώσουμε σωστό νόημα στα εμπειρικά στοιχεία και να απαντήσουμε στο ερώτημα ποιός πραγματικά κυβερνά την Κίνα.

Ήδη έχουμε δει την αξία των θεωριών που υποστηρίζουν τη σταδιακή αλλαγή του ταξικού χαρακτήρα της Κίνας. Αλλά οι περισσότεροι που πιστεύουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική επικεντρώνονται λιγότερο στο θεωρητικό πρόβλημα και περισσότερο σε μια ιμπρεσιονιστική ερμηνεία των εμπειρικών γεγονότων. Για παράδειγμα, σε μια πρόσφατη πολεμική εναντίον δύο υπερασπιστών του σοσιαλισμού του ΚΚΚ, η Επαναστατική Κομμουνιστική Διεθνής (RCI) ισχυρίζεται:

«Είναι πολύ σαφές ότι το κράτος δεν “κυριαρχεί” στην οικονομία, αν και έχει ένα ρόλο με μεγαλύτερη επιρροή από τις οικονομίες των δυτικών ανταγωνιστών του. Αλλά το θέμα εδώ είναι ότι, ακόμη και αν οι τράπεζες είναι “πρωτίστως υπόλογες στην κυβέρνηση και όχι στους ιδιώτες μετόχους”, τόσο οι τράπεζες όσο και η κυβέρνηση είναι ανίσχυρες μπροστά στις επιταγές της αναγκαιότητας της αγοράς. Οι αγορές δεν “υπηρετούν τον σοσιαλισμό”». (Δική μας μετάφραση)

—Daniel Morley, «“Είναι Ακόμα Κόκκινη η Ανατολή;” Απαντώντας σε Όσους Αρνούνται ότι η Κίνα Είναι Καπιταλιστική» (7 Ιουνίου 2024)

Για να υποστηρίξει αυτή τη θέση, η RCI επισημαίνει το γεγονός ότι τα οικονομικά μέτρα που πάρθηκαν από το ΚΚΚ μετά τη Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση του 2008 προήγαγαν μακροπρόθεσμες ανισορροπίες στην κινεζική οικονομία. Αυτό είναι αλήθεια, αλλά ενώ δείχνει ότι οι πολιτικές του ΚΚΚ είναι λανθασμένες, δεν αποδεικνύει ότι το ΚΚΚ κυβερνάται από την αγορά και έχει με τα λόγια της RCI «χάσει τον έλεγχο της οικονομίας και των δικών του κρατικών επιχειρήσεων». Στην πραγματικότητα, το 2008 αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο. Στο βιβλίο του Το Κόμμα (2012), ο Ρίτσαρντ ΜακΓκρέγκορ εξηγεί:

«Η δύναμη του Κόμματος φάνηκε στα τέλη του 2008 και στις αρχές του 2009.... Η κεντρική τράπεζα, η ρυθμιστική αρχή των τραπεζών, ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες, όλοι συμβούλευαν επιφυλακτικότητα στη διαμόρφωση μιας απάντησης στην κρίση. Και οι τρεις είχαν δώσει σκληρή μάχη για την οικοδόμηση ενός αξιόπιστου εμπορικού τραπεζικού συστήματος κατά την προηγούμενη δεκαετία. Το Πολιτικό Γραφείο, ωστόσο, ατενίζοντας την άβυσσο μιας απότομης επιβράδυνσης, εξέδωσε από ψηλά το διάταγμα να ανοίξουν οι κάνουλες του χρήματος. Μόλις αυτό έγινε, οι τράπεζες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να βγουν τρέχοντας από τους βατήρες εκκίνησης.... Μόλις το 15 τοις εκατό [των δανείων] πήγαινε σε οικιακούς καταναλωτές και ιδιωτικές επιχειρήσεις, σε σύγκριση με το μέγιστο ποσοστό του ενός τρίτου το 2007. Τα περισσότερα πήγαν σε κρατικές εταιρείες». (Δική μας μετάφραση)

Ο συγγραφέας συνεχίζει να εξηγεί ότι οι τράπεζες στην Κίνα συμπεριφέρθηκαν με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνες στη Δύση, όπου, παρά το ότι οι κυβερνήσεις έλεγχαν αποτελεσματικά τις τράπεζες αυτή την περίοδο, δεν είχαν κανένα μέσο να τις αναγκάσουν να δανείζουν χρήματα. Ουσιαστικά, η Μεγάλη Χρηματοπιστωτική Κρίση έδειξε ότι τα δύο κοινωνικά καθεστώτα αντέδρασαν διαφορετικά. Στην καπιταλιστική Δύση, όπου κυριαρχεί η αγορά, το κράτος επενέβη για να σώσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα από την καταστροφή και να διασφαλίσει την κερδοφορία και τη σταθερότητα. Στην Κίνα, όπου το ΚΚΚ ελέγχει την οικονομία, το κράτος παρενέβη για να διασφαλίσει τη σταθερότητα του καθεστώτος. Κατά τη διαδικασία αυτή, ενήργησε αντίθετα προς τις αρχές της κερδοφορίας που οι τράπεζες είχαν δαπανήσει μια δεκαετία για να εγκαθιδρύσουν.

Η RCI δεν ασχολείται με αυτό. Παρατηρούν την ύπαρξη μιας κερδοσκοπικής φούσκας μετά το 2008 και καταλήγουν ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική και το ΚΚΚ έχει «χάσει τον έλεγχο». Αλλά και πάλι, ας δούμε το ζήτημα πιο προσεκτικά. Πώς αντέδρασε το ΚΚΚ σε αυτή την κερδοσκοπική φούσκα; Το 2020, εισήγαγε τον κανονισμό των «τριών κόκκινων γραμμών», που είχε στόχο συγκεκριμένα το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων. Αυτό οδήγησε στη χρεοκοπία του γίγαντα των ακινήτων Evergrande και στην είσοδο ολόκληρου του τομέα σε ύφεση. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες των ενεργειών του ΚΚΚ ήταν ολέθριες, ιδιαίτερα για τους Κινέζους πολίτες που δεν θα πάρουν ποτέ τα διαμερίσματα για τα οποία πλήρωσαν. Το παράδειγμα δείχνει το ΚΚΚ να κάνει ζιγκ ζαγκ από το ένα άκρο στο άλλο με τον τυπικό Σταλινικό τρόπο. Αλλά σίγουρα δεν δείχνει ότι το ΚΚΚ είναι ανίσχυρο μπροστά στην αγορά.

Για άλλη μια φορά, αυτές οι ενέργειες δείχνουν τη διαφορά μεταξύ του ΚΚΚ και της αμερικανικής κυβέρνησης. Στην πρώτη περίπτωση, το κράτος έσκασε το ίδιο την κερδοσκοπική φούσκα για να αποφύγει μια απότομη κρίση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε πολιτική αστάθεια. Στην περίπτωση των ΗΠΑ, η κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να διατηρήσει τη φούσκα των ακινήτων όσο το δυνατόν περισσότερο, και σήμερα κάνει το ίδιο με το χρηματιστήριο. Όλα αυτά είναι γεγονότα. Αλλά χωρίς να κατανοήσουμε ότι κάθε ένα από τα κράτη ενεργούν σύμφωνα με θεμελιωδώς διαφορετικούς νόμους, δεν είναι δυνατόν να τα ερμηνεύσουμε σωστά.

Μέρος της δυσκολίας στην κατανόηση της οικονομίας της Κίνας είναι ότι το ΚΚΚ εργάστηκε σκληρά επί δεκαετίες για να δώσει προς τα έξω την εμφάνιση μιας οικονομίας της αγοράς, προκειμένου να προσελκύσει ξένες επενδύσεις και να πειθαρχήσει το δικό του εργατικό δυναμικό. Ιδιωτικοποίησε εν μέρει τις κρατικές επιχειρήσεις, τους έδωσε «ανεξάρτητα» διοικητικά συμβούλια, άφησε τους ιδιώτες καπιταλιστές να αναπτύξουν εταιρείες πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων και ούτω καθεξής. Όμως, πίσω από αυτή την απελευθέρωση, το ΚΚΚ διατήρησε σιδερένια λαβή τόσο στις δημόσιες όσο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι παραπλανητικό να εστιάζουμε μόνο στο αν μια εταιρεία είναι τυπικά ιδιωτική ή δημόσια. Η ουσία είναι ότι όλες πρέπει να συμμορφώνονται με τις πολιτικές απαιτήσεις του ΚΚΚ. Αυτός ο πολιτικός έλεγχος διασφαλίζεται από θεσμούς όπως το Τμήμα Κεντρικής Οργάνωσης (COD), το οποίο διορίζει απευθείας σχεδόν κάθε σημαντική θέση στη χώρα. Ο ΜακΓκρέγκορ κάνει την ακόλουθη σύγκριση:

«Ένα παρόμοιο τμήμα στις ΗΠΑ θα επέβλεπε τον διορισμό ολόκληρου του υπουργικού συμβουλίου των ΗΠΑ, των κυβερνητών των πολιτειών και των αναπληρωτών τους, των δημάρχων των μεγάλων πόλεων, των επικεφαλής όλων των ομοσπονδιακών ρυθμιστικών οργανισμών, των διευθυνόντων συμβούλων της GE, της ExxonMobil, της Wal-Mart και περίπου πενήντα από τις υπόλοιπες μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες, των δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου, των συντακτών των New York Times, της Wall Street Journal και της Washington Post, των αφεντικών των τηλεοπτικών δικτύων και των καλωδιακών σταθμών, των πρόεδρων του Γέιλ, του Χάρβαρντ και άλλων μεγάλων πανεπιστημίων, και των επικεφαλής think-tanks όπως το Brookings Institution και το Heritage Foundation».

Ο έλεγχος από το ΚΚΚ δεν υπαγορεύεται από το κίνητρο του κέρδους. Στην πραγματικότητα, έρχεται σε άμεση σύγκρουση με τους πιο βασικούς κανόνες του. Για παράδειγμα, το 2004 το Τμήμα Κεντρικής Οργάνωσης αποφάσισε απροειδοποίητα να κάνει ανασχηματισμό στα υψηλά στελέχη των τριών μεγαλύτερων εταιρειών τηλεπικοινωνίας της Κίνας, οι οποίες ήταν ανταγωνιστικές μεταξύ τους και υποτίθεται ότι έπρεπε να ακολουθούν τους κανόνες των Δυτικών χρηματιστηρίων. Η εναλλαγή κορυφαίων στελεχών μεταξύ ανταγωνιστικών εταιρειών αντιβαίνει στους πιο βασικούς νόμους του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Είναι σαν να αποφάσισε η κυβέρνηση των ΗΠΑ να βάλει τον Ζούκερμπεργκ επικεφαλής της Tesla και τον Μασκ επικεφαλής της Meta. Το ΚΚΚ έκανε κάτι παρόμοιο προκειμένου να χαλιναγωγήσει τον πόλεμο τιμών και να επιβάλει την εξουσία του. Σε ποια καπιταλιστική χώρα συμβαίνει κάτι τέτοιo; Είναι πράγματι η αγορά αυτή που υπαγορεύει τους όρους στο κράτος;

Παρά όλες τις στατιστικές που μπορούν να παραχθούν για να δείξουν την επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα, το βασικό γεγονός είναι ότι η καπιταλιστική τάξη δεν κατέχει την κρατική εξουσία. Το ΚΚΚ κάνει κουμάντο. Η τεράστια ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα είναι προϊόν της συμμαχίας του ΚΚΚ με τον καπιταλισμό τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι τα συμφέροντα του ΚΚΚ είναι τα ίδια με εκείνα της καπιταλιστικής τάξης ή ότι οι πολιτικές του καθοδηγούνται κυρίως από τα καπιταλιστικά συμφέροντα. Ακριβώς το αντίθετο. Η γραφειοκρατία του Κομμουνιστικού Κόμματος συνεχίζει να κατέχει μια ενδιάμεση θέση, κινούμενη ανάμεσα στις πιέσεις του κεφαλαίου (ξένου και εγχώριου) και της εργατικής τάξης. Ως τέτοια, πρέπει να χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό ενάντια και στους δύο αυτούς πόλους για να διατηρήσει τη θέση της.

6) Βοναπαρτισμός

Το σύνηθες επιχείρημα είναι ότι όποιον καταναγκασμό και αν ασκεί το ΚΚΚ στους καπιταλιστές στην Κίνα, αυτό δεν διαφέρει από οποιοδήποτε άλλο βοναπαρτιστικό καθεστώς. Το 2017, ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν της Σαουδικής Αραβίας απομόνωσε εκατοντάδες Σαουδάραβες καπιταλιστές (κυρίως συγγενείς) και τους απέσπασε δισεκατομμύρια. Το 2003, ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν κανόνισε να φυλακιστεί στη Σιβηρία ο αντίπαλός του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο πλουσιότερος άνθρωπος της Ρωσίας τότε, για απάτη και υπεξαίρεση. Σε τι διαφέρουν αυτές οι περιπτώσεις από το ΚΚΚ που εξαφανίζει τακτικά καπιταλιστές, ή από κάποια από τα παραδείγματα που αναφέρθηκαν παραπάνω; Για να καταλάβουμε πώς διαφέρουν, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε συγκεκριμένα το κάθε καθεστώς και τη σχέση του με την εγχώρια καπιταλιστική τάξη.

Η Σαουδική Αραβία είναι μια απόλυτη μοναρχία, η οποία από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εξαρτάται από τη στρατιωτική της συμμαχία με τις ΗΠΑ για να διατηρηθεί ως προπύργιο αντίδρασης στη Μέση Ανατολή. Στη Σαουδική Αραβία, η βασιλική οικογένεια είναι βασικά και η καπιταλιστική τάξη. Το διάσημο περιστατικό του 2017 ήταν μια δυναστική βεντέτα αντάξια του Μεσαίωνα μεταφερμένη στον σύγχρονο κόσμο. Ο σκοπός του εκβιασμού από τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν της ίδιας της οικογένειάς του ήταν κυρίως για να διεκδικήσει τη δυναστική του αξίωση, μια «φυσιολογική» λειτουργία που απορρέει από τη φεουδαρχική φύση της σαουδαραβικής καπιταλιστικής τάξης. Στη Ρωσία, ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία στο πλαίσιο άναρχων και βίαιων διαμαχών μεταξύ γκανγκστερικών ολιγαρχών. Ο βοναπαρτιστικός χαρακτήρας της κυβέρνησής του αντανακλούσε την ανάγκη για έναν διαιτητή που θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει τις εντάσεις στην περίοδο μετά την αντεπανάσταση στη Ρωσία. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που έπρεπε να επιβάλει την εξουσία του σε ορισμένους μεμονωμένους ολιγάρχες που παρέκκλιναν από τα όρια.

Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, τα βοναπαρτιστικά μέτρα καταστολής χρησίμευσαν για τη διατήρηση της σταθερότητας των καπιταλιστικών καθεστώτων. Στην Κίνα, ο βοναπαρτιστικός χαρακτήρας του καθεστώτος είναι πολύ διαφορετικός. Μετά το 1949, η εξουσία του ΚΚΚ οικοδομήθηκε πάνω στον γραφειοκρατικό έλεγχο ενός εργατικού κράτους που συνέτριψε την καπιταλιστική τάξη. Αντίθετο σε ένα επαναστατικό διεθνιστικό πρόγραμμα, βρισκόταν συνεχώς στριμωγμένο ανάμεσα στον καθυστερημένο χαρακτήρα της οικονομίας, τις οικονομικές και πολιτικές απαιτήσεις της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και την εχθρική πίεση του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Με τον Σταλινισμό να καταρρέει ολόγυρα τη δεκαετία του ‘90, το ΚΚΚ επέλεξε να κλίνει πιο αποφασιστικά προς τα εκεί που φυσούσε ο άνεμος, με τους καπιταλιστές. Το παγκόσμιο και το εγχώριο πλαίσιο άλλαξε, αλλά όχι το ίδιο το καθεστώς.

Η βοναπαρτιστική φύση του ΚΚΚ εξακολουθεί να προέρχεται ουσιαστικά από τις ίδιες ταξικές δυνάμεις. Σε αντίθεση με τη Σαουδική Αραβία και τη Ρωσία, η καπιταλιστική τάξη στην Κίνα δεν είναι η βάση του καθεστώτος αλλά ένας αντίπαλος. Αυτό ισχύει ακόμη και αν πολλοί καπιταλιστές είναι στο ΚΚΚ ή σχετίζονται με κορυφαίους γραφειοκράτες. Οι ταξικοί ανταγωνισμοί δεν μπορούν να ξεπεραστούν μέσω του γάμου και των τίτλων, ένα μάθημα που έμαθε με σκληρό τρόπο η γαλλική αριστοκρατία.

Παρά τον βοναπαρτιστικό χαρακτήρα των καθεστώτων τους, ούτε ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, ούτε ο Πούτιν ούτε ο Σι μπορούν να υπερβούν τα κοινωνικά συμφέροντα στα οποία στηρίζεται η εξουσία τους: δυναστικά για τη σαουδαραβική μοναρχία, ολιγαρχικά για τον Πούτιν και γραφειοκρατικά για τον Σι. Στην περίπτωση των δύο πρώτων, η εξουσία των κυρίαρχων στρωμάτων στηρίζεται στην καπιταλιστική τάξη. Η επίθεση στα θεμελιώδη συμφέροντα των καπιταλιστών θα ήταν αντίθετη με την ίδια τη φύση του καθεστώτος. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση του ΚΚΚ. Υπό επαρκή εξωτερική και εσωτερική πίεση, θα μπορούσε να απαλλοτριώσει την καπιταλιστική τάξη. Φυσικά, αυτό θα δημιουργούσε τεράστια αναταραχή, και αυτό δεν είναι κάτι που θέλει το ΚΚΚ. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι το έχει ξανακάνει, και ότι πριν από το 1949 ούτε ο Μάο ήθελε να εκκαθαρίσει τους καπιταλιστές.

Η διαφορετική ταξική βάση αυτών των τριών καθεστώτων μπορεί να φανεί περαιτέρω εξετάζοντας τη συμπεριφορά των καπιταλιστών απέναντί τους. Παρά την τυραννία του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, οι εκατομμυριούχοι και οι δισεκατομμυριούχοι συρρέουν στη Σαουδική Αραβία όπως ο σκόρος στη φλόγα. Στη Ρωσία, το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και οι Δυτικές κυρώσεις οδήγησαν στην αποχώρηση σημαντικού αριθμού πλουσίων. Ωστόσο, στο σύνολό τους οι ολιγάρχες έχουν συσπειρωθεί γύρω από το καθεστώς. Από το 2022, οι δισεκατομμυριούχοι έχουν επαναπατρίσει τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια δολάρια σε ξένα περιουσιακά στοιχεία στη Ρωσία. Αυτό οφείλεται στο ότι το καθεστώς αποτελεί έναν αξιόπιστο πυλώνα στήριξης απέναντι στην εχθρότητα της Δύσης.

Στην Κίνα, βλέπουμε ακριβώς το αντίθετο. Οι καπιταλιστές φοβούνται το καθεστώς περισσότερο από ό,τι τη Δύση, όπου μεταναστεύουν μαζικά όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Κάθε χρόνο, η Κίνα βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των χωρών που εγκαταλείπουν οι καπιταλιστές, παρόλο που το καθεστώς περιορίζει αυστηρά αυτή τη μετανάστευση. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία Henley & Partners, ο αριθμός των ατόμων με υψηλό πλούτο που εγκαταλείπουν την Κίνα, αυξάνεται κάθε χρόνο μετά το τέλος της πανδημίας, φτάνοντας μέχρι στιγμής το 2024 το ρεκόρ των 15,200. Στο βιβλίο Ο Μάο και οι Αγορές [Mao and Markets] (2022), οι Christopher Marquis και Kunyuan Qiao υποστηρίζουν ότι «περισσότερο από το ένα τέταρτο των επιχειρηματιών της Κίνας έχουν εγκαταλείψει τη χώρα από τότε που έγιναν πλούσιοι, και οι αναφορές δείχνουν ότι σχεδόν οι μισοί από αυτούς που παραμένουν σκέφτονται να το πράξουν». Γιατί να συμβαίνει αυτό, αν το ΚΚΚ ήταν θεμελιωδώς αφοσιωμένο στην υπεράσπιση των συμφερόντων των καπιταλιστών στην Κίνα; Γιατί οι καπιταλιστές σε άλλες δικτατορίες δεν φοβούνται την κυβέρνησή τους με τέτοιο τρόπο;

7) Δικαιώματα Ιδιοκτησίας

Το απώτερο επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι «Τροτσκιστές» που θεωρούν την Κίνα καπιταλιστική είναι ότι η γραφειοκρατία έχει μετατραπεί σε καπιταλιστική τάξη. Ανασύροντας αποσπάσματα από την Προδομένη Επανάσταση (1936), θριαμβευτικά επισημαίνουν τη δήλωση του Τρότσκι ότι:

«Τα προνόμια έχουν μόνο τη μισή τους αξία, αν δεν μπορούν να μεταβιβαστούν στα παιδιά του καθένα. Αλλά το δικαίωμα στη διαθήκη είναι αξεχώριστο από το δικαίωμα στην ιδιοχτησία. Δεν είναι αρκετό να είναι κανείς διευθυντής ενός τραστ. Είναι αναγκαίο να είναι μέτοχος. Η νίκη της γραφειοκρατίας σ’ αυτή την αποφασιστική σφαίρα θα σήμαινε τη μετατροπή της σε μια νέα κατέχουσα τάξη».

Εφόσον οι αξιωματούχοι του ΚΚΚ και οι συγγενείς τους κατέχουν μετοχές, οι επικριτές μας συμπεραίνουν ότι η γραφειοκρατία έχει μετατραπεί σε καπιταλιστική τάξη. Ενώ αυτό μπορεί να φαίνεται αληθινό σε ένα επιφανειακό επίπεδο, η πραγματική σημασία αυτών των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας δεν είναι τόσο ξεκάθαρη.

Το τροποποιημένο σύνταγμα της ΛΔΚ ορίζει ότι «η νόμιμη ατομική ιδιοκτησία των πολιτών είναι απαραβίαστη» και ότι «το κράτος θα προστατεύει το δικαίωμα των πολιτών να κατέχουν και να κληρονομούν ατομική ιδιοκτησία σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου». Αυτό, ωστόσο, δεν κλείνει το θέμα. Σε μια επιστολή της 1ης Ιανουαρίου 1936, ο Τρότσκι μίλησε για τη σπουδαιότητα της διάκρισης μεταξύ «των πραγματικών από τις υποτιθέμενες μορφές ιδιοκτησίας, δηλαδή από τις νομικές μυθοπλασίες». Παρά τον επίσημο σεβασμό της ατομικής ιδιοκτησίας, όπως και με όλα τα άλλα στην Κίνα, το ζήτημα γίνεται πιο συγκεχυμένο με περαιτέρω εξέταση.

Για αρχή, το σύνταγμα ορίζει επίσης ότι «το κράτος διασφαλίζει την ενότητα και την ιερότητα του σοσιαλιστικού νομικού συστήματος». Το πώς αυτό είναι συμβατό με την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας θα το αφήσουμε στους Σταλινικούς μελετητές. Αλλά προκαλούν εξίσου εντύπωση για κάθε καπιταλιστή που σέβεται τον εαυτό του δηλώσεις όπως «η σοσιαλιστική δημόσια ιδιοκτησία είναι ιερή και απαραβίαστη», καθώς και το ανέφικτο των ιδιωτών να κατέχουν γη είτε στην πόλη είτε στην ύπαιθρο. Αν αυτός είναι καπιταλισμός, είναι σίγουρα ένας πολύ ασυνήθιστος καπιταλισμός.

Αλλά ας ακολουθήσουμε την προειδοποίηση του Τρότσκι και ας πάμε πέρα από τα επίσημα νομικά κείμενα. Ένα βασικό κριτήριο των δικαιωμάτων ατομικής ιδιοκτησίας είναι η δυνατότητα να ξεφορτωθεί κανείς ελεύθερα την ιδιοκτησία που κατέχει. Αυτό είναι όλο το νόημα του ότι η ιδιοκτησία είναι ατομική. Το ερώτημα είναι, ελέγχουν οι καπιταλιστές στην Κίνα τα περιουσιακά τους στοιχεία; Ναι... αλλά μόνο αν τα χρησιμοποιούν με τρόπο που ανταποκρίνονται στις επιθυμίες του ΚΚΚ.

Μεμονωμένοι καπιταλιστές κατέχουν μετοχές εταιρειών, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εταιρειών, αλλά δεν έχουν τον τελικό έλεγχο των επιχειρήσεών τους. Έχουμε ήδη δει πώς το ΚΚΚ εποπτεύει αποτελεσματικά τον διορισμό των κορυφαίων διευθυνόντων συμβούλων. Αλλά ο κομματικός έλεγχος πηγαίνει παραπέρα. Υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα όπου το ΚΚΚ παρεμβαίνει είτε άμεσα είτε έμμεσα για να καταστήσει σαφές ότι η ιδιοκτησία που είναι ατομική στα χαρτιά δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο ατομική. Για παράδειγμα, η Κίνα αντέγραψε τη Δύση ανταμείβοντας τους κορυφαίους διευθύνοντες συμβούλους των κρατικών επιχειρήσεων με δικαιώματα αγοράς μετοχών. Αλλά όταν αυτοί οι διευθύνοντες σύμβουλοι αποφάσισαν να πουλήσουν αυτές τις μετοχές, τους έδωσαν να καταλάβουν ότι δεν έπρεπε να το κάνουν αυτό. Κατείχαν την εταιρεία με τον ίδιο τρόπο που κάποιος μπορεί να κατέχει ένα μικρό κομμάτι τροπικού δάσους – μπορεί να κρεμάσει το πιστοποιητικό του στον τοίχο, και μέχρι εκεί.

Το πιο διάσημο παράδειγμα είναι φυσικά το ΚΚΚ που σταμάτησε τη δημόσια προσφορά της Ant Group μετά την κριτική που άσκησε ο ιδιοκτήτης της Jack Ma στο κόμμα. Η μητρική εταιρεία της Ant έχασε δισεκατομμύρια και ο Ma εξαφανίστηκε από τη δημοσιότητα για χρόνια. Μετά το σκάνδαλο, ο όμιλος πέρασε από μια «αναδιάρθρωση» που είδε τον έλεγχο του Ma να φτάνει από 53,46 τοις εκατό σε μόλις 6,2 τοις εκατό. Σίγουρα οι δικηγόροι του ξέχασαν να επιμείνουν ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι απαραβίαστη στην Κίνα.

Τέτοιες ξαφνικές αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας δεν είναι μοναδικές στην περίπτωση αυτή. Το 2004, τα στελέχη της Haier επιχείρησαν να αυξήσουν την ιδιοκτησία τους στην εταιρεία. Αφού αυτό δημιούργησε σκάνδαλο, η κυβέρνηση αποφάσισε χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ότι η Haier δεν ήταν πλέον ιδιωτική αλλά κρατική. Εθνικοποιήθηκε εν ριπή οφθαλμού και στη συνέχεια, μετά από χρόνια διαμάχης, μετατράπηκε εξίσου ξαφνικά και πάλι σε ιδιωτική εταιρεία.

Η «ευέλικτη» φύση της κινεζικής ατομικής ιδιοκτησίας φαίνεται πιο καθαρά σε περιόδους κρίσης. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του Covid, το ΚΚΚ ήταν σε θέση να συγκεντρώσει πόρους με τρόπο και σε κλίμακα που ξεπερνούσε κατά πολύ οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα. Η πανδημία χτύπησε παντού και οι κυβερνήσεις αντέδρασαν με κάθε είδους τρόπους. Αλλά οι καπιταλιστικές χώρες, όσο σκληρά μέτρα και αν έπαιρναν, περιορίζονταν από την ατομική φύση της ιδιοκτησίας. Μπορούσαν μόνο να προσανατολίσουν την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με πολύ περιορισμένους τρόπους. Αντίθετα, η Κίνα μπορούσε να κινητοποιήσει ολόκληρη την κοινωνία για την επίτευξη των στόχων που είχε αποφασίσει η κυβέρνηση. Αυτό δεν ήταν δυνατόν καθ’ αυτό επειδή η Κίνα έχει μια απολυταρχική κυβέρνηση –όλες οι κυβερνήσεις ήταν απολυταρχικές κατά τη διάρκεια της πανδημίας– αλλά επειδή μπορούσε να αψηφήσει τα ιδιωτικά καπιταλιστικά συμφέροντα και να λειτουργήσει σύμφωνα με ένα σχέδιο.

Αναμφίβολα, η σημερινή κατάσταση στην Κίνα δεν μοιάζει με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης. Σίγουρα υπάρχει μια καπιταλιστική τάξη που κατέχει ατομική ιδιοκτησία. Ωστόσο, η πραγματικότητα αυτής της ατομικής ιδιοκτησίας είναι εξαιρετικά αντιφατική. Οι καπιταλιστές ως τάξη δεν έχουν ακόμη εξασφαλίσει πλήρως τις διεκδικήσεις τους. Δεν έχουν πλήρη οικονομικό ή πολιτικό έλεγχο, επειδή οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας δεν είναι πιστές σε αυτούς αλλά στη γραφειοκρατία του ΚΚΚ. Για να εγκαθιδρύσει η καπιταλιστική τάξη τη δικτατορία της στην Κίνα, αυτή η πραγματικότητα πρέπει να αλλάξει – η εξουσία του ΚΚΚ πρέπει να σπάσει.

8) Αντεπανάσταση ή Πολιτική Επανάσταση;

Πώς θα έμοιαζε μια αντεπανάσταση στην Κίνα; Τα παραδείγματα της ΕΣΣΔ και της Γιουγκοσλαβίας μας δίνουν μια ιδέα. Ο εμφύλιος πόλεμος θα ήταν μια ξεκάθαρη πιθανότητα. Συνολικά, οι καπιταλιστές θα είχαν τον αχαλίνωτο έλεγχο της οικονομίας. Οι κρατικές επιχειρήσεις θα ιδιωτικοποιούνταν σε πολύ πιο συνολικό βαθμό. Η κυβέρνηση θα έχανε τον έλεγχο του τραπεζικού τομέα. Οι ροές κεφαλαίου θα απελευθερώνονταν, καθιστώντας την κινεζική αγορά πολύ πιο εξαρτημένη από την ιμπεριαλιστική χρηματοδότηση. Αναμφίβολα, εκατομμύρια άνθρωποι θα έχαναν τις δουλειές τους με τα σχέδια αναδιάρθρωσης. Αυτή τη φορά, αυτό δεν θα γινόταν εν μέσω μιας ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας, αλλά στο πλαίσιο της κοινωνικής αποσύνθεσης. Είναι επίσης πολύ πιθανό η Κίνα και η Ταϊβάν να επανενώνονταν σε μια αντιδραστική καπιταλιστική βάση – ο στρατηγικός στόχος του Γκουομιντάνγκ. Δεν υπάρχει καμία βάση για να πιστεύουμε ότι οποιαδήποτε από αυτές τις εξελίξεις θα οδηγούσε σε βελτίωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων ή των πολιτικών ελευθεριών.

Ο διεθνής αντίκτυπος μιας αντεπανάστασης στην Κίνα θα ήταν εξίσου καταστροφικός. Όπως και με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, η πτώση της ΛΔΚ θα ενίσχυε τη θέση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, επιτρέποντάς τους για άλλη μια φορά να ρίξουν τη δύναμή τους σε όλο τον κόσμο με έναν ασυγκράτητο τρόπο. Επιπλέον, η μαζική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων που θα συνέβαινε σε μια καπιταλιστική παλινόρθωση θα έριχνε το βιοτικό επίπεδο σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Αρνούμενοι ότι υπάρχει οτιδήποτε να υπερασπιστούν στην Κίνα σήμερα, οι λεγόμενοι Μαρξιστές που ισχυρίζονται ότι η Κίνα είναι καπιταλιστική, εργάζονται ενεργά προς την κατεύθυνση αυτών των καταστροφικών συνεπειών. Με αυτό τον τρόπο, ακολουθούν το δρόμο της προδοσίας που ακολούθησε το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς στις δεκαετίες του 1980 και του ‘90. Από την Πολωνία μέχρι τη ΓΛΔ και την ΕΣΣΔ, η αριστερά επευφήμησε την αντεπανάσταση. Σήμερα, δεν έχουν μάθει τίποτα και κάνουν το ίδιο απέναντι στην Κίνα, υποστηρίζοντας ρητά φιλοϊμπεριαλιστικά κινήματα όπως οι διαδηλώσεις για τη δημοκρατία στο Χονγκ Κονγκ. Αντί να αποσπάσουν τους Κινέζους αντιφρονούντες από τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αυταπάτες και να τους εκπαιδεύσουν να γίνουν κομμουνιστές επαναστάτες, αυτές οι ομάδες ενισχύουν τα αντεπαναστατικά ρεύματα στην κινεζική κοινωνία.

Ευτυχώς, η μοίρα της ΛΔΚ δεν έχει ακόμη σφραγιστεί. Ο αποφασιστικός παράγοντας θα είναι οι ενέργειες της κινεζικής εργατικής τάξης, της πιο ισχυρής στον κόσμο. Αλλά για να νικήσει την αντεπανάσταση, πρέπει να αποκτήσει συνείδηση των πολιτικών της καθηκόντων. Σε πρώτη φάση, αυτό σημαίνει να κατανοήσει ότι τα κέρδη της επανάστασης του 1949 μπορούν να διασφαλιστούν μόνο με την επαναστατική ανατροπή του ΚΚΚ. Αυτή θα είναι μια πολιτική επανάσταση. Σε αντίθεση με μια επανάσταση σε μια καπιταλιστική χώρα, ο κρατικός μηχανισμός δεν χρειάζεται να σπάσει πλήρως, αλλά αντίθετα να εκκαθαριστεί από πάνω προς τα κάτω και να τεθεί υπό τον πολιτικό έλεγχο της εργατικής τάξης.

Δεδομένου του βαθμού εκφυλισμού της ΛΔΚ και της εκτεταμένης επιρροής του καπιταλισμού, μια πολιτική επανάσταση θα ήταν μια ριζική και σπασμωδική μεταμόρφωση. Ένα κεντρικό καθήκον θα είναι η απαλλοτρίωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας. Οι καπιταλιστές αναμφίβολα θα αντισταθούν. Ωστόσο, θα παρεμποδιστούν από το γεγονός ότι το κράτος δεν είναι υπό τον έλεγχό τους.

Αυτό που έδειξαν τα γεγονότα της Τιενανμέν είναι ότι κάτω από την ώθηση του προλεταριάτου, ο ίδιος ο κρατικός μηχανισμός άρχισε να αμφιταλαντεύεται, με ολόκληρα τάγματα του ΛΑΣ, συμπεριλαμβανομένων κορυφαίων διοικητών, να αρνούνται διαταγές. Μπροστά στην ισχυρή κοινωνική σύγκρουση, η Σταλινική γραφειοκρατία αιωρείται στον αέρα και αρχίζει να αποσυντίθεται. Τα διάφορα παραδείγματα πολιτικών επαναστάσεων, είτε στην Κίνα, είτε στη ΓΛΔ, είτε στην Ουγγαρία, όλα δείχνουν ότι μια εξέγερση της εργατικής τάξης σε ένα παραμορφωμένο εργατικό κράτος έχει μια πραγματική δυνατότητα να φέρει με το μέρος της το μεγαλύτερο μέρος του κρατικού μηχανισμού. Αυτή η έκβαση στην Κίνα θα καθιστούσε την απαλλοτρίωση των καπιταλιστών μια απλή διοικητική υπόθεση. Ένα τέτοιο σπάσιμο του κράτους είναι αδύνατο σε οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα και αποτελεί βασικό παράγοντα διάκρισης μεταξύ μιας πολιτικής και μιας κοινωνικής επανάστασης.

Συμπέρασμα

Έχουμε δείξει ότι η Κίνα δεν είναι ούτε καπιταλιστική ούτε ιμπεριαλιστική. Λέγοντας αυτό, με όποιον τρόπο κι αν δει κανείς το ζήτημα, είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με ένα εξαιρετικά μοναδικό φαινόμενο. Συνδυάζοντας τον κρατικό έλεγχο και τον καπιταλισμό, η Κίνα έχει μπορέσει να αναπτυχθεί με ταχύτητα και σε κλίμακα που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Οι αστοί ιδεολόγοι το ερμηνεύουν αυτό ως θρίαμβο για το αμερικανικό παγκόσμιο σύστημα του ελεύθερου εμπορίου του καπιταλισμού. Οι υποστηρικτές του ΚΚΚ το ερμηνεύουν ως θρίαμβο του «σοσιαλισμού με κινεζικά χαρακτηριστικά». Όσο για τους «Μαρξιστές» που πιστεύουν ότι η Κίνα είναι μια καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική χώρα, τα απίστευτα επιτεύγματα της ΛΔΚ μπορούν να υποβαθμιστούν ή να απορριφθούν, αλλά δεν μπορούν να εξηγηθούν.

Για να αναλύσουμε την Κίνα ως Μαρξιστές, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε από τις πολύ ασυνήθιστες συνθήκες που ακολούθησαν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν αντιμετώπισαν μια κατάσταση στην οποία οι κύριοι ιμπεριαλιστές ήταν ενωμένοι λόγω της συντριπτικής κυριαρχίας μιας δύναμης. Ακόμα λιγότερο δεν βρίσκονταν σε έναν κόσμο όπου υπήρχε μόνο μία υπερδύναμη. Δεν αρκεί να παραθέτουμε τα λόγια του Λένιν και του Τρότσκι· είναι απαραίτητο να επεκτείνουμε την ανάλυση και το πρόγραμμά τους σε τέτοιες μοναδικές πραγματικότητες. Επί της ουσίας, είναι η μοναδικότητα του μετασοβιετικού κόσμου που εξηγεί και τη μοναδικότητα της σημερινής παγκόσμιας κατάστασης και της ανάπτυξης της Κίνας.

Η μαζική ανάπτυξη της Κίνας δεν είναι ο θρίαμβος ούτε του ιμπεριαλισμού ούτε του Σταλινισμού, αλλά το προϊόν συγκεκριμένων και μοναδικών συνθηκών. Η συντριβή του κινήματος της Τιενανμέν το 1989 έκλεισε για ένα διάστημα την πόρτα τόσο στην πολιτική επανάσταση όσο και στην αντεπανάσταση. Ως εκ τούτου, η Κίνα βγήκε από τις αρχές της δεκαετίας του ‘90 ανέπαφη ως εργατικό κράτος αντιμετωπίζοντας ένα σχετικά ακίνδυνο διεθνές πλαίσιο.

Εκ πρώτης όψεως, το ΚΚΚ φαίνεται να έχει βγει κερδισμένο από τη συμφωνία του με τον διάβολο. Όμως η υψηλή ανάπτυξη και η συνύπαρξη με τον καπιταλισμό ήταν δυνατή μόνο επειδή οι εξωτερικές πιέσεις στο καθεστώς ήταν σε ύφεση. Καθώς το διεθνές πλαίσιο αλλάζει και οι ΗΠΑ έρχονται αντιμέτωπες με την Κίνα, η ανάπτυξη λιμνάζει και οι εσωτερικές εντάσεις αυξάνονται. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του ΚΚΚ να διαγράψει την ταξική πάλη, η αδυσώπητη σύγκρουση μεταξύ εργατών και καπιταλιστών θα ξεσπάσει και πάλι στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής. Τότε θα δούμε πόσο βαθιά ο κινεζικός Σταλινισμός έχει σαπίσει το εργατικό κράτος.

Το αν η ΛΔΚ μπορεί να σωθεί ή όχι από την αντεπανάσταση θα κριθεί από την πολιτική ηγεσία που θα σταθεί επικεφαλής της εργατικής τάξης. Αν επιτραπεί στις φιλοκαπιταλιστικές δυνάμεις να αναλάβουν την ηγεσία, η ΛΔΚ είναι καταδικασμένη. Αν υπάρξει συμβιβασμός με τον Σταλινισμό, όποια μορφή κι αν έχει, η ΛΔΚ είναι επίσης καταδικασμένη. Ο μόνος δρόμος για τη νίκη είναι αυτός της Τετάρτης Διεθνούς: αδίστακτη εναντίωση στον ιμπεριαλισμό, υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων της επανάστασης, ανατροπή της Σταλινικής γραφειοκρατίας και σφυρηλάτηση μιας διεθνούς συμμαχίας της εργατικής τάξης για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Ακριβώς όπως η μοναδική ανάπτυξη της Κίνας ήταν προϊόν της διεθνούς ταξικής πάλης, έτσι και η μελλοντική της μοίρα θα εξαρτηθεί από την ένωση με τους εργάτες του κόσμου. Αυτό είναι το καθήκον που έχουμε μπροστά μας.