https://iclfi.org/spartacist/el/1/palaistinis
Το άρθρο που ακολουθεί βασίζεται σε μία παρουσίαση που έδωσε η Lital Singer στη συνεδρίαση της Διεθνούς Εκτελεστικής Επιτροπής της Διεθνούς Κομμουνιστικής Ένωσης (ΔΚΕ) τον Μάρτιο του 2024.
Η Γάζα έχει μετατραπεί σε ερείπια. Ισραηλινοί βομβαρδισμοί και χερσαίες επιθέσεις έχουν σφαγιάσει αμέτρητους Παλαιστίνιους και έχουν μετατρέψει αυτή την ανοιχτή φυλακή σε ζωντανή κόλαση. Στη Δυτική Όχθη, ισραηλινά στρατεύματα και όχλοι Σιωνιστών εκδιώκουν τους Παλαιστίνιους από τα σπίτια τους και τα ισοπεδώνουν για να χτίσουν νέους εβραϊκούς εποικισμούς. Οι μαζικές διαμαρτυρίες που ξέσπασαν σε όλο τον κόσμο μετά την επίθεση της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου δεν έχουν σταματήσει αυτή τη γενοκτονία και το κίνημα χάνει τη δυναμική του. Από την πλευρά τους, τα αραβικά κράτη έχουν κάνει κυρίως κενές χειρονομίες υποστήριξης προς τους πολιορκημένους Παλαιστίνιους. Οι υποστηριζόμενες από τις ΗΠΑ διαπραγματεύσεις κατάπαυσης του πυρός, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και οι έρευνες από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχουν παράσχει μόνο ένα διπλωματικό φύλλο συκής όσο οι Αμερικανοί και άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συνεχίζουν να εξοπλίζουν και να υποστηρίζουν το Σιωνιστικό κράτος. Εν τω μεταξύ, το Ισραήλ προελαύνει προς το Σιωνιστικό στόχο για την κατοχή ολόκληρης της Παλαιστίνης, από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα.
Καθώς εξελίσσεται αυτή η καταστροφή, οι περισσότεροι αριστεροί, απηχώντας τους Παλαιστίνιους εθνικιστές, ανόητα ισχυρίζονται ότι ο αγώνας εξελίσσεται ευνοϊκά και βρίσκεται στο δρόμο προς τη νίκη. Ένα συνηθισμένο σύνθημα είναι «η Παλαιστίνη είναι σχεδόν ελεύθερη». Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ευρεία συμπάθεια της κοινής γνώμης για τον παλαιστινιακό αγώνα, ότι το Ισραήλ έχει χάσει εκατοντάδες στρατιώτες και ότι η διεθνής φήμη του έχει πληγεί. Αλλά οι Παλαιστίνιοι αντιμετωπίζουν τον αφανισμό, όχι την απελευθέρωση. Για να χαράξουμε μια πορεία προς τα εμπρός για τον παλαιστινιακό αγώνα, είναι απαραίτητο να ξεκινήσουμε λέγοντας την αλήθεια για την τρέχουσα κατάσταση. Μακριά από το να το κάνουν αυτό, οι περισσότερες Μαρξιστικές ομάδες διεθνώς, επευφημούν ενεργά το κίνημα καθώς αυτό οδεύει προς την ήττα. Αντί να παλεύουν για μια διαφορετική πορεία, ακολουθούν την ηγεσία του κινήματος, είτε αυτή είναι φιλελεύθερη είτε εθνικιστική. Ως αποτέλεσμα, ενώ οι λεγόμενοι Μαρξιστές είναι πανταχού παρόντες στον αγώνα, σε μεγάλο βαθμό είναι ασήμαντοι ως προς την έκβασή του.
Αυτό δεν είναι ένα νέο πρόβλημα. Αλλά είναι απλώς ακόμα μια επανάληψη της εκατονταετούς αποτυχίας του Μαρξιστικού κινήματος να διαμορφώσει μια επαναστατική στρατηγική για τον παλαιστινιακό απελευθερωτικό αγώνα. Από τα ζιγκ-ζαγκ του αρχικού Κομμουνιστικού Κόμματος Παλαιστίνης (ΚΚΠ) μέχρι την υποστήριξη του Στάλιν στη Νάκμπα το 1948 και την επευφημία της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) του Γιάσερ Αραφάτ τη δεκαετία του 1970, το Μαρξιστικό κίνημα είναι φορτωμένο με ένα καταστροφικό ιστορικό για το παλαιστινιακό ζήτημα, αποτυγχάνοντας να εδραιωθεί ως σοβαρός πόλος ενάντια στον Σιωνισμό, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, είναι επείγον να αντλήσουμε τα διδάγματα από αυτές τις αποτυχίες και να παρέχουμε μια πορεία που μπορεί να οδηγήσει σε ήττα το Σιωνιστικό κράτος και να ανοίξει το δρόμο για την παλαιστινιακή απελευθέρωση και την κοινωνική χειραφέτηση.
Αυτός είναι ο στόχος του παρόντος κειμένου. Έχοντας ως βάση μια υλιστική ανάλυση του παλαιστινιακού ζητήματος, εξηγεί την αιτία των αποτυχιών του παρελθόντος, προσφέροντας ένα γνήσιο δρόμο για τη νίκη.
Η Φύση του Παλαιστινιακού Ζητήματος
Για να κατανοήσουμε το παλαιστινιακό ζήτημα, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε την προέλευση και την εξέλιξή του. Οι Βρετανοί κατέλαβαν το έδαφος της Παλαιστίνης από την παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκείνη την περίοδο, ο εβραϊκός πληθυσμός αποτελούσε μια μικρή μειονότητα, ως επί το πλείστον εγκατεστημένη από καιρό στην περιοχή. Ωστόσο, με τη Διακήρυξη Μπάλφουρ του 1917, οι Βρετανοί έδωσαν την υποστήριξή τους στο Σιωνιστικό αποικιοκρατικό σχέδιο χαράζοντας μια εβραϊκή «πατρίδα» από αυτή την αραβική χώρα. Αυτό ήταν ένα κυνικό τέχνασμα για να θρέψουν μια εθνική σύγκρουση στην περιοχή για την καλύτερη επιβολή της βρετανικής κυριαρχίας. Ευρωπαίοι Εβραίοι άποικοι μετανάστευσαν στην Παλαιστίνη, αγοράζοντας γη από μεγάλους Άραβες γαιοκτήμονες και εκδιώκοντας μάζες αγροτών. Καθώς ο Σιωνισμός χρειαζόταν την άμεση υποστήριξη του ιμπεριαλισμού για την επιβίωσή του – πρώτα του βρετανικού και στη συνέχεια του αμερικανικού – η εβραϊκή αποικία εποίκων οικοδομήθηκε ως ένα φρούριο της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης που στρεφόταν εναντίον της υπόλοιπης Μέσης Ανατολής.
Από την ίδρυσή του, ο Σιωνισμός ήταν μια αντιδραστική εθνικιστική απάντηση στην εβραϊκή καταπίεση, που βασιζόταν στην απαλλοτρίωση και την εκδίωξη του παλαιστινιακού λαού από την πατρίδα του. Οι Σιωνιστές πήγαν στην Παλαιστίνη με τα συνθήματα «κατάκτηση της εργασίας» και «κατάκτηση της γης», γνωρίζοντας καλά ότι η εργασία και η γη θα κατακτούνταν με την εκδίωξη του αραβικού πληθυσμού. Η δεξιά πτέρυγα των Σιωνιστών, οι οποίοι ήταν γνωστοί ως «ρεβιζιονιστές», έχουν υπάρξει πάντα συνεπείς με αυτόν τον στόχο. Ο φιλελεύθερος Σιωνισμός, γνωστός στο παρελθόν ως «σοσιαλιστικός» ή εργατικός Σιωνισμός, έχει υπάρξει πάντα υποκριτικός, επιδιώκοντας να συμφιλιώσει τις υψηλές αρχές του «σοσιαλισμού» και της φιλελεύθερης δημοκρατίας με τη γενοκτονική λογική του Σιωνιστικού σχεδίου.
Φυσικά, η Σιωνιστική επέκταση στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα προκάλεσε μια αυξανόμενη αντίδραση στον αραβικό πληθυσμό, που ξέσπασε σε ολοένα και πιο βίαιες εξεγέρσεις. Είναι μέσα από αυτούς τους αγώνες που οι Παλαιστίνιοι ανέπτυξαν μια εθνική συνείδηση διαφορετική από εκείνη του αραβικού πληθυσμού στην υπόλοιπη περιοχή. Αρχικά, οι ηγέτες του παλαιστινιακού αγώνα βρέθηκαν στα στρώματα των παραδοσιακών αραβικών ελίτ, τα συμφέροντα των οποίων απειλούνταν άμεσα από τους Σιωνιστές. Ωστόσο, τα στρώματα αυτά ήταν επίσης δεμένα με τους Βρετανούς, οι οποίοι εγγυούνταν την προνομιακή τους θέση έναντι των αραβικών μαζών. Από τις πρώτες παραδοσιακές ελίτ μέχρι τους σύγχρονους εθνικιστές, η ηγεσία του παλαιστινιακού κινήματος εκπροσωπούσε πάντα τα συμφέροντα ενός ανώτερου στρώματος που αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το Σιωνιστικό σχέδιο, αλλά δεδομένης της ταξικής του θέσης, είναι ανίκανο να νικήσει τον ιμπεριαλισμό και τον Σιωνισμό.
Η βάναυση εκμετάλλευση των Παλαιστινίων και η ηρωική τους αντίσταση τους τοποθετούν στην πρωτοπορία του αγώνα κατά του ιμπεριαλισμού στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, οι αραβικές, τουρκικές και ιρανικές μάζες στέκονται διαιρεμένες, χωρισμένες σε αντίπαλα κράτη που κυβερνώνται από μια κλίκα μοναρχών, κληρικών και δικτατόρων που βάζουν τα αντιδραστικά τους συμφέροντα πάνω από την πάλη κατά του ιμπεριαλισμού και του Σιωνισμού. Το ιστορικό πρόβλημα του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος είναι ότι αναζητά υποστήριξη από αυτά τα ανώτερα στρώματα εις βάρος της ενοποίησης ολόκληρου του εργαζόμενου πληθυσμού της Μέσης Ανατολής στην πάλη ενάντια στους δικούς του κυβερνώντες και τους ιμπεριαλιστές αφέντες. Αυτό το πρόβλημα είναι εγγενές στον εθνικισμό, ο οποίος βλέπει τις συγκρούσεις αυστηρά μέσα από το πρίσμα του εθνικού ανταγωνισμού. Έτσι, οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές μπορούν να διανοούνται μόνο την καταπολέμηση ολόκληρου του ισραηλινού έθνους, μια μάχη που δεν μπορούν να κερδίσουν· να βασίζονται στα αραβικά καθεστώτα, στα οποία δεν μπορούν να υπολογίζουν· και να ελίσσονται μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων που επωφελούνται άμεσα από την παλαιστινιακή καταπίεση.
Η ουσία του παλαιστινιακού ζητήματος είναι ότι δύο έθνη διεκδικούν το ίδιο έδαφος και κανένα από τα δύο δεν έχει πού αλλού να πάει. Οι ιστορικές αδικίες που έχουν υποστεί οι Παλαιστίνιοι δεν μπορούν να αποκατασταθούν με τη δημιουργία ενός κουτσουρεμένου παλαιστινιακού κράτους, που θα είναι εγκατεστημένο σε ένα κλάσμα της ιστορικής γης της Παλαιστίνης και θα βρίσκεται υπό τη διαρκή απειλή του πολύ ισχυρότερου Σιωνιστικού κράτους. Ούτε μπορεί αυτό να επιτευχθεί αντιμετωπίζοντας ολόκληρο το ισραηλινό έθνος, το οποίο είναι βέβαιο ότι θα πολεμήσει μέχρι θανάτου για την εθνική του ύπαρξη. Αντίθετα, το Σιωνιστικό κράτος πρέπει να τσακιστεί εκ των έσω, κόβοντας τον δεσμό που δένει τις εργαζόμενες μάζες με το Σιωνιστικό εγχείρημα. Η βάση για να γίνει αυτό βρίσκεται στα ταξικά συμφέροντα των εργατών στο Ισραήλ, οι οποίοι οι ίδιοι υφίστανται την εκμετάλλευση από τους Σιωνιστές ηγέτες και των οποίων η δική τους κατάσταση επιδεινώνεται από την παλαιστινιακή καταπίεση και το ρόλο τους ως πιόνια των ιμπεριαλιστών στην περιοχή. Η χειραφέτηση της ισραηλινής εργατικής τάξης περνάει μέσα από την εθνική απελευθέρωση της Παλαιστίνης. Όπως έγραψε ο Ένγκελς, κανένα έθνος δεν μπορεί να είναι ελεύθερο αν καταπιέζει ένα άλλο.
Στην καρδιά του παλαιστινιακού ζητήματος βρίσκεται ένα εθνικό πρόβλημα, αλλά ένα που δεν μπορεί να λυθεί σε ένα αυστηρά εθνικό πλαίσιο. Κάθε βήμα προς την παλαιστινιακή ελευθερία έρχεται σε σύγκρουση με ολόκληρη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή. Αυτό το καθιστά αυταπόδεικτο ότι ο παλαιστινιακός απελευθερωτικός αγώνας απαιτεί μια επαναστατική ηγεσία που θα ενώσει την εθνική υπόθεση με την κοινωνική χειραφέτηση της εργατικής τάξης σε ολόκληρη την περιοχή. Με άλλα λόγια, το Τροτσκιστικό πρόγραμμα της διαρκούς επανάστασης. Πάνω στη βάση αυτής της προσέγγισης θα επιδιώξουμε να αξιολογήσουμε το ιστορικό του Μαρξιστικού κινήματος στο παλαιστινιακό ζήτημα.
Το Εβραϊκό Ζήτημα: Κομμουνισμός κατά Σιωνισμού
Το Μαρξιστικό κίνημα έχει στέρεα θεμέλια στο εθνικό και στο εβραϊκό ζήτημα. Γράφοντας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βέλγος Τροτσκιστής Αμπράμ Λεόν παρείχε μια υλιστική κατανόηση της εβραϊκής καταπίεσης (Το εβραϊκό ζήτημα: μια μαρξιστική προσέγγιση [Διεθνές Βήμα, 2017]). Εξήγησε πώς στη φεουδαρχία, οι Εβραίοι εκπλήρωναν μια ειδική οικονομική λειτουργία ως τοκογλύφοι, που δεν ήταν πλέον απαραίτητη στον καπιταλισμό. Στη Δυτική Ευρώπη, οι αστικές επαναστάσεις άνοιξαν τις πόρτες των γκέτο και η αφομοίωση των Εβραίων φαινόταν να είναι ένα γεγονός που είχε επιτευχθεί.
Αλλά στην Ανατολική Ευρώπη, όταν η κατάρρευση της φεουδαρχικής κοινωνίας στέρησε από τους Εβραίους την υλική βάση της ύπαρξής τους, δεν υπήρξε εκτεταμένη εκβιομηχάνιση που να επιτρέψει σε αυτά τα εκατομμύρια των πλέον περιττών μεσαζόντων, να ενσωματωθούν στο προλεταριάτο. Ιδιαίτερα στην Περιοχή της Εγκατάστασης, τη δυτική περιοχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, η ζωή για τους Εβραίους σήμαινε εξαθλίωση στα shtetls (εβραϊκά χωριά) και συχνά πογκρόμ. Ένα μικρό τμήμα του εβραϊκού πληθυσμού έγινε καπιταλιστής ή προλετάριος· ένα μεγαλύτερο μέρος μετανάστευσε, σπάζοντας έτσι την τάση προς την αφομοίωση στις Δυτικές χώρες. Το μεγαλύτερο μέρος όλων παρέμεινε στην άθλια κατάσταση των μικρών εμπόρων που «στραγγαλίζονται στη μέγκενη δύο συστημάτων: της φεουδαρχίας και του καπιταλισμού, όπου το καθένα τροφοδοτεί τη σαπίλα του άλλου», όπως έγραφε ο Λεόν.
Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση του 1917 απελευθέρωσε τους Εβραίους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, οδηγώντας μεγάλο αριθμό Εβραίων προς τη σημαία του κομμουνισμού και μακριά από τον Σιωνισμό. Είδαν το μέλλον τους στην καταστροφή της παλιάς οικονομικής τάξης πραγμάτων που δεν μπορούσε να βρει θέση γι’ αυτούς, και στην οικοδόμηση μιας νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Κομμουνισμός και ο Σιωνισμός ήταν φυσικά αντίθετοι, και η πρώιμη Κομμουνιστική Διεθνής (ΚΔ) πολέμησε ενάντια στην επιρροή του τελευταίου. Όπως εξηγούσαν οι «Θέσεις για τα Εθνικά και Αποικιακά Ζητήματα» από το Δεύτερο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1920:
Αντιμέτωπη με το αίτημα της οργάνωσης Poale Zion (Εργάτες της Σιών) να ενταχθεί στην Κομιντέρν, η Εκτελεστική Επιτροπή της ΚΔ έγραψε σε μια επιστολή του Αυγούστου 1921 ότι «υπάρχουν τάσεις στο κίνημά σας που είναι κατ’ αρχήν ασύμβατες με αυτές της Κομμουνιστικής Διεθνούς». Επιχειρηματολόγησε κατά της αντίληψης ότι η εγκατάσταση των Εβραίων στην Παλαιστίνη θα ήταν απελευθερωτική και τόνιζε ότι «η πλήρης εκκαθάριση μιας τέτοιας ιδεολογίας είναι ο πιο σημαντικός όρος που αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να θέσουμε» (Δελτίο της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς τεύχος 2, 20 Σεπτεμβρίου 1921) [δική μας μετάφραση]. Επιπλέον, απαίτησε από την Poale Zion να αντιταχθεί στην εβραϊκή μετανάστευση στην Παλαιστίνη και να αλλάξει το όνομά της σε Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης για να δείξει την πρόθεσή της να εκπροσωπεί όχι μόνο τους Εβραίους εργάτες αλλά και τους Άραβες εργάτες. Όταν η πλειοψηφία της Poale Zion αρνήθηκε να προσχωρήσει σε αυτούς τους όρους, η Κομιντέρν ξεκαθάρισε ότι ήταν έτοιμη να κάνει «μεγάλες παραχωρήσεις όσον αφορά την προπαγάνδα και την οργάνωση, προκειμένου να διευκολύνει με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη του Κομμουνισμού ακόμη και στις πιο καθυστερημένες μερίδες του εβραϊκού προλεταριάτου». Συνέχισε: «Οι μόνες σχέσεις μεταξύ των Κομμουνιστών και της Poale Zion μετά την απόρριψη των όρων εισόδου είναι αυτές της μεγαλύτερης εχθρότητας» («Προς τους Κομμουνιστές Όλων των Χωρών! Προς το Εβραϊκό Προλεταριάτο!», Διεθνής Αλληλογραφία Τύπου, 1 Αυγούστου 1922) [δική μας μετάφραση].
Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης: Μεταξύ Σιωνισμού και Αραβικού Εθνικισμού
Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης (ΚΚΠ) έγινε δεκτό στην Κομιντέρν το 1924, οι Σταλινικοί είχαν πάρει την πολιτική εξουσία στη Σοβιετική Ένωση και η ΚΔ βρισκόταν σε πορεία εκφυλισμού. Από όργανο της παγκόσμιας επανάστασης, μετατρεπόταν σε συμπλήρωμα της Σταλινικής εξωτερικής πολιτικής, βασισμένο στην αντιδραστική προοπτική της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, σε ειρηνική συνύπαρξη με τον ιμπεριαλισμό. Έτσι, οι παρεμβάσεις της ΚΔ στο ΚΚΠ δεν καθοδηγούνταν από αυτό που ήταν απαραίτητο για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος.
Κατά την ίδρυσή του, το ΚΚΠ αντιτάχθηκε επίσημα στον Σιωνισμό, αλλά αυτή η ρήξη ήταν μερική. Το ΚΚΠ είχε αναδυθεί από την αριστερή πτέρυγα της Poale Zion και τα μέλη του συνέχισαν να ταυτίζονται με τον αριστερό Σιωνισμό. Αποτελούνταν κυρίως από Εβραίους εποίκους που έφτασαν χωρίς καμία γνώση της Παλαιστίνης και με ελάχιστη κατανόηση για τους ανθρώπους που ζούσαν εκεί. Τα μέλη του ήταν εξαιρετικά ασταθή, με πολλά να εγκαταλείπουν απλώς την Παλαιστίνη όταν κερδήθηκαν στον κομμουνισμό για να ξεφύγουν από τη «Σιωνιστική κόλαση».
Το ΚΚΠ όντως προσπάθησε να ενώσει Άραβες και Εβραίους, αλλά το έκανε χωρίς να αντιταχθεί κατά μέτωπο στον Σιωνισμό. Για παράδειγμα, ένα φυλλάδιο της Πρωτομαγιάς του 1921 που δημοσιεύτηκε από τον πρόδρομο του ΚΚΠ καλούσε τους Άραβες εργάτες να συμμετάσχουν στη διαδήλωση των Κομμουνιστών και δήλωνε ότι οι Εβραίοι εργάτες είχαν έρθει στην Παλαιστίνη ως σύμμαχοι στον κοινό αγώνα ενάντια στους Άραβες και Εβραίους καπιταλιστές. Φυσικά, σε ένα πλαίσιο όπου οι Σιωνιστές έδιωχναν τους Άραβες αγρότες από τη γη και τους Άραβες εργάτες από τις δουλειές τους, αυτό έπεσε στο κενό. Η προσέγγιση του ΚΚΠ ισοδυναμούσε έμμεσα με την απαίτηση ότι οι αραβικές μάζες έπρεπε να αποβάλουν τις δίκαιες εθνικές τους φιλοδοξίες ως προϋπόθεση για την ενότητα – ο αγώνας κατά του Σιωνισμού έπρεπε να παραμεριστεί προκειμένου να «ενωθούν» κατά των αφεντικών.
Αυτή η θέση ήταν εντελώς αντίθετη με τη Λενινιστική προσέγγιση για το εθνικό ζήτημα. Όπως εξήγησε ο Λένιν στο έργο «Η Σοσιαλιστική Επανάσταση και το Δικαίωμα Αυτοδιάθεσης των Εθνών» (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1916):
Ενώ το ζήτημα στην Παλαιστίνη δεν ήταν ένα πολιτικού αποχωρισμού, η σκοπιά του Λένιν διατηρεί την πλήρη εγκυρότητά της. Η ευθύνη των Εβραίων κομμουνιστών στην Παλαιστίνη ήταν και παραμένει πρωτίστως η εναντίωση στην εθνική καταπίεση των Παλαιστινίων. Μόνο σε αυτή τη βάση μπορούμε ακόμη και να αρχίσουμε να μιλάμε για ταξική ενότητα.
Είναι ακριβώς αυτό το δίδαγμα που πολλοί λεγόμενοι κομμουνιστές απορρίπτουν σήμερα όταν απευθύνουν εκκλήσεις για ενότητα που δεν βασίζονται στην απελευθέρωση των καταπιεζόμενων. Η Lutte Ouvrière (LO) είναι διαβόητη από αυτή την άποψη, παρελαύνοντας περήφανα στους δρόμους του Παρισιού με πανό που έγραφε: «Ενάντια στον Ιμπεριαλισμό και τους Ελιγμούς Του, Ενάντια στον Νετανιάχου και τη Χαμάς, Προλετάριοι της Γαλλίας, της Παλαιστίνης, του Ισραήλ... Ενωθείτε!» Και πάλι, η ενότητα θα πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της εθνικής απελευθέρωσης της Παλαιστίνης – ένας σκοπός που η LO απορρίπτει. Χωρίς έκπληξη, η LO επίσης εξωραΐζει το πρώιμο ΚΚΠ.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η ΚΔ παρενέβη για να αναγκάσει το ΚΚΠ να προσανατολιστεί προς την αραβική πλειοψηφία. Ενώ αυτό ήταν πράγματι απαραίτητο, οι Σταλινικοί το πραγματοποίησαν με γραφειοκρατικές μεθόδους και στην υπηρεσία ρεφορμιστικών στόχων. Η ΚΔ απαίτησε τελικά από τα μέλη του ΚΚΠ να επανεγγραφούν με βάση τη δέσμευση ότι θα υποστηρίξουν την αραβοποίηση του κόμματος και αντικατέστησε το μεγαλύτερο μέρος της εβραϊκής ηγεσίας με Άραβες. Σε πολιτικό επίπεδο, η στροφή εναλλασσόταν μεταξύ γενικών και στείρων καταγγελιών κατά της αραβικής εθνικιστικής ηγεσίας, χαρακτηρίζοντάς την ως «τίποτε άλλο παρά εργαλείο της αντίδρασης», και στην πλήρη συμφιλίωση με τους ίδιους αυτούς ηγέτες (απόσπασμα από το έργο του Joel Beinen, «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης 1919-1948», MERIP Reports, Μάρτιος 1977) [δική μας μετάφραση].
Αυτές οι αλλαγές στο κόμμα συνέπεσαν με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία στη Γερμανία, που έφερε ένα μεγάλο κύμα Γερμανοεβραίων μεταναστών στην Παλαιστίνη. Από το 1933 έως το 1936, περισσότεροι από 130.000 Εβραίοι έφτασαν στην Παλαιστίνη και το Yishuv, το γενικό σώμα των Εβραίων εποίκων, αυξήθηκε περίπου κατά 80 τοις εκατό. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν τις εντάσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων σε νέα ύψη, με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Αραβική Εξέγερση του 1936-39, μια αναταραχή που κυμάνθηκε από διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις αγροτών μέχρι τη γενική απεργία και την ένοπλη εξέγερση.
Οι Παλαιστίνιοι Κομμουνιστές υποστήριξαν την ηγεσία της εξέγερσης, ρίχνοντας αρχικά το κύρος τους πίσω από τον Μουφτή της Ιερουσαλήμ, Αμίν αλ-Χουσέινι, ο οποίος είχε αναδειχθεί ως ηγέτης της. Το ΚΚΠ τον επευφήμησε δηλώνοντας ότι «ανήκει στην πιο ακραία αντιιμπεριαλιστική πτέρυγα του εθνικιστικού κινήματος» (απόσπασμα από το έργο του Γκασάν Καναφάνι, Η Εξέγερση του 1936-39 στην Παλαιστίνη [New York: Committee for a Democratic Palestine, 1972], δική μας μετάφραση). Το να πούμε ότι αυτό ήταν μια ωραιοποίηση είναι αισχρός ευφημισμός. Επικεφαλής μιας πλούσιας οικογένειας γαιοκτημόνων, ο αλ-Χουσέινι είχε διοριστεί το 1921 από τον Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, που τον θεωρούσε απαραίτητο για τη διατήρηση της σταθερότητας στην Παλαιστίνη. Αν και πιστός στη Βρετανική Αυτοκρατορία, ο αλ-Χουσέινι έβλεπε το Σιωνιστικό εγχείρημα ως απειλή για τις αραβικές ελίτ που εκπροσωπούσε, γεγονός που τον ώθησε αρχικά στην ηγεσία της εξέγερσης. Καθώς όμως το κίνημα αναπτυσσόταν, οι εξεγερμένοι εργάτες και αγρότες άρχισαν να απειλούν τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων, μια τάξη στην οποία ανήκε και ο ίδιος. Ως αποτέλεσμα, ο Μουφτής σύναψε μια συμφωνία με τους Βρετανούς το 1936 για να τερματιστεί η γενική απεργία και τους βοήθησε να καταστείλουν το πρώτο στάδιο της Αραβικής Εξέγερσης.
Ήταν ξεκάθαρα σωστό για το ΚΚΠ να υποστηρίξει την εξέγερση και ακόμη και να πολεμήσει πλάι-πλάι με τον Μουφτή. Αλλά έπρεπε να το κάνει αυτό κριτικά, δείχνοντας στις μάζες σε κάθε βήμα πώς συγκρατούσε πίσω τον αγώνα, μεταξύ άλλων μέσω του αντισημιτισμού, που εμπόδιζε να κερδηθούν στην πάλη οι Εβραίοι εργάτες. Αντ’ αυτού, το ΚΚΠ υποστήριξε αυτόν τον κληρικό ηγέτη, ο οποίος όχι μόνο οδήγησε το κίνημα στην ήττα, αλλά κυριολεκτικά επέβλεψε τη δολοφονία των κομμουνιστών. Στο έργο «Το Κομμουνιστικό Κόμμα Παλαιστίνης 1919-1948», ο Beinen δείχνει ότι η ρευστοποίηση του ΚΚΠ στο εθνικιστικό κίνημα έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε να απαιτήσει από τα εβραϊκά μέλη του να συμμετάσχουν σε τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον της εβραϊκής κοινότητας.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η πολιτική του ΚΚΠ ήταν αντιδημοφιλής μεταξύ της εβραϊκής του βάσης και διέλυσε το κόμμα. Αντανακλώντας τις βαθύτερες εθνικές διαιρέσεις στο εσωτερικό του κόμματος, η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΠ δημιούργησε μια νέα δομή που ονομάστηκε Εβραϊκό Τμήμα. Το τμήμα αυτό ήταν επικριτικό απέναντι στην υπερβολικά ένθερμη υποστήριξη της Αραβικής Επανάστασης και προσαρμοζόταν ολοένα και περισσότερο στο Σιωνισμό. Βλέποντας «προοδευτικούς κύκλους εντός του Σιωνισμού», ζήτησε ένα λαϊκό μέτωπο με Σιωνιστικές ομάδες και κόμματα. Τελικά, η Κεντρική Επιτροπή υπό αραβική ηγεσία απαίτησε τη διάλυση του Εβραϊκού Τμήματος. Υπήρχε αντίσταση σε αυτό το αίτημα, οδηγώντας σε διάσπαση.
Η καταστολή της εξέγερσης του 1936-39 εδραίωσε τη στρατιωτική και οικονομική βάση για ένα ξεχωριστό Σιωνιστικό κράτος. Ο βρετανικός ιμπεριαλισμός χρησιμοποίησε τη Haganah, μια Σιωνιστική πολιτοφυλακή άνω των 10.000 ανδρών, για να καταστείλει την εξέγερση. Σχεδόν το 10 τοις εκατό του ενήλικου ανδρικού παλαιστινιακού αραβικού πληθυσμού σκοτώθηκε, τραυματίστηκε, φυλακίστηκε ή εξορίστηκε, συμπεριλαμβανομένου του Μουφτή και σχεδόν όλης της παλαιστινιακής εθνικιστικής ηγεσίας. Ταυτόχρονα, κατασκευάστηκε ένα δίκτυο δρόμων μεταξύ των κύριων Σιωνιστικών αποικιών, το οποίο αργότερα αποτέλεσε βασικό τμήμα της υποδομής της Σιωνιστικής οικονομίας. Ο κύριος δρόμος από τη Χάιφα προς το Τελ Αβίβ ασφαλτοστρώθηκε, έγινε επέκταση και εμβάθυνση στο λιμάνι της Χάιφα και στο Τελ Αβίβ κατασκευάστηκε ένα λιμάνι που αργότερα αφάνισε το αραβικό λιμάνι της Γιάφα. Επιπλέον, οι Σιωνιστές μονοπώλησαν τα συμβόλαια για τον εφοδιασμό των βρετανικών στρατευμάτων που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την Παλαιστίνη καθώς άρχιζε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Αυτή η νέα σύγκρουση επιτάχυνε την καταστροφική πορεία του ΚΚΠ, ιδιαίτερα όταν –ακολουθώντας τις εντολές του Στάλιν– υπέδειξε αυστηρά στους Παλαιστίνιους και τους Εβραίους να ενωθούν με τους Βρετανούς στον «δημοκρατικό» πόλεμο κατά της φασιστικής Γερμανίας. Σε μια πολεμική εναντίον της μικρής ομάδας Τροτσκιστών στην Παλαιστίνη που γράφτηκε μόλις πριν από τον πόλεμο, ο Λέoν Τρότσκι επέμεινε στη σημαντικότητα της εναντίωσης και στα δύο ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Έγραψε:
Αυτό άγγιξε ακριβώς το πρόβλημα που πόλωνε το ΚΚΠ. Πράγματι, η υποστήριξη στον βρετανικό ιμπεριαλισμό ήταν αντιδημοφιλής μεταξύ των Αράβων μελών του. Παρόλο που δεν ήταν απαραίτητα αντίθετοι με τη Σταλινική υποστήριξη προς τον βρετανικό ιμπεριαλισμό στον πόλεμο, δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι το ΚΚΠ στρατολογούσε Άραβες για τον μισητό βρετανικό στρατό. Μέσα σε λίγα χρόνια, αυτή η διαφορά και οι αυξανόμενες εθνικιστικές διαιρέσεις ώθησαν τα αραβικά μέλη να διασπαστούν από το ΚΚΠ και ίδρυσαν μια αριστερή οργάνωση που ονομάστηκε Εθνική Απελευθερωτική Ένωση. Το ΚΚΠ περιορίστηκε και πάλι στα εβραϊκά μέλη του. Αυτή η τελευταία πορεία συνθηκολόγησης προετοίμασε αυτό που θα γινόταν η μεγαλύτερη προδοσία του ΚΚΠ: την υποστήριξη του Ισραήλ στη Νάκμπα.
Υποστήριξη στη Νάκμπα: Η Μεγάλη Προδοσία του Στάλιν
Στο τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Βρετανική Αυτοκρατορία κατέρρεε κάτω από το βάρος της πολεμικής της προσπάθειας και τις πιέσεις της διατήρησης της αποικιακής αυτοκρατορίας. Αυτό οδήγησε στην αποχώρηση των Βρετανών από την Παλαιστίνη, παραδίδοντας την εξουσία στα Ηνωμένα Έθνη. Το 1947, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε ένα σχέδιο διχοτόμησης, χωρίζοντας την Παλαιστίνη μεταξύ αραβικού και ισραηλινού κράτους. Στο τελευταίο παραχωρήθηκαν μεγάλες περιοχές, πολλές από τις οποίες κατοικούνταν από πληθυσμό με πλειοψηφία Αράβων.
Για τους Σιωνιστές, αυτό δεν ήταν αρκετό. Μόλις ο ΟΗΕ ψήφισε τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης, οι Σιωνιστές εξαπέλυσαν μια επίθεση που τελικά εκτόπισε περισσότερους από 700.000 Παλαιστίνιους και κατέκτησε το 78 τοις εκατό της ιστορικής Παλαιστίνης. Ολόκληρες πόλεις εκκενώθηκαν από Παλαιστίνιους, και οι οπωρώνες, η βιομηχανία, οι μεταφορές, τα εργοστάσια, τα σπίτια και άλλα υπάρχοντα κατασχέθηκαν. Αυτή η μαζική εθνοκάθαρση, που γέννησε το Ισραήλ, έγινε γνωστή από τους Παλαιστίνιους ως Νάκμπα – η καταστροφή.
Η αρχική Σιωνιστική επίθεση προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο. Στο βιβλίο του Ο Εκατονταετής Πόλεμος στην Παλαιστίνη (Νέα Υόρκη: Henry Holt and Company, 2020), ο Ρασίντ Χαλίντι περιγράφει την εξελισσόμενη τραγωδία:
Όπως αναφέρει ο Χαλίντι, ο Αραβικός Σύνδεσμος, ένας συνασπισμός που αποτελούνταν κυρίως από την Αίγυπτο, την Υπεριορδανία, το Ιράκ και τη Συρία, παρενέβη εναντίον του Ισραήλ. Ο Βασιλιάς της Υπεριορδανίας, Αμπντουλάχ Α’, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη σύγκρουση. Έχοντας αρχικά συνωμοτήσει με τους Βρετανούς και τους Σιωνιστές για να σταματήσει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, προκειμένου να προσαρτήσει μέρος της επικράτειάς του, τελικά ωθήθηκε στο να αντιμετωπίσει το Ισραήλ και αντιπροσώπευσε την πιο σοβαρή στρατιωτική δύναμη του συνασπισμού. Ο προδοτικός του ρόλος συνέβαλε σημαντικά στην ήττα του συνασπισμού, η οποία σφράγισε τη μοίρα των Παλαιστινίων.
Ωστόσο, ο Βασιλιάς Αμπντουλάχ δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι είναι επαναστάτης Μαρξιστής. Ο Ιωσήφ Στάλιν από την άλλη πλευρά, πρόδωσε τον σκοπό των Παλαιστινίων στο όνομα του κομμουνισμού και της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν ο Στάλιν, μαζί με τον Αμερικανό πρόεδρο Τρούμαν, που προώθησαν το ψήφισμα για τη διχοτόμηση στα Ηνωμένα Έθνη. Ήταν η Σοβιετική Ένωση η πρώτη χώρα που αναγνώρισε επίσημα το κράτος του Ισραήλ. Ο Αμπά Εμπάν, μελλοντικός υπουργός εξωτερικών του Ισραήλ, περιέγραψε πώς η σοβιετική αναγνώριση αντιπροσώπευε «μια απίστευτη ευκαιρία· σε μια στιγμή όλα μας τα σχέδια για τη συζήτηση στον ΟΗΕ άλλαξαν εντελώς». Πηγαίνοντας πέρα από τις διπλωματικές προδοσίες, από το 1948 έως το 1949 το σοβιετικό μπλοκ έστελνε όπλα στη Haganah μέσω της Τσεχοσλοβακίας, παρέχοντας κρίσιμο εξοπλισμό στις Σιωνιστικές πολιτοφυλακές που οργίαζαν εναντίον παλαιστινιακών πόλεων και χωριών.
Η υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στη Νάκμπα ήταν μια προδοσία ιστορικών διαστάσεων, κυρίως επειδή η ΕΣΣΔ θεωρούνταν σε όλο τον κόσμο ως ηγέτης της εργατικής τάξης και της αποικιακής επανάστασης. Φυσικά, τα διάφορα Κομμουνιστικά κόμματα και οι Σταλινικές οργανώσεις που συμμετέχουν στις παλαιστινιακές διαδηλώσεις σήμερα θάβουν ή αρνούνται αυτό το θλιβερό ιστορικό. Για παράδειγμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας καλύπτει αυτό το έγκλημα, γράφοντας ότι «Η σφαγή των Εβραίων από τους ναζί και ο αντισημιτισμός που προωθούσαν οι αστικές τάξεις σε πολλές καπιταλιστικές χώρες πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν στην αποδοχή, από την ΕΣΣΔ και το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, της συγκρότησης του κράτους του Ισραήλ δίπλα σε ένα κράτος της Παλαιστίνης» («Σύντομες Απαντήσεις Γύρω Από Τρέχοντα Ιδεολογικοπολιτικά Ζητήματα – Για την επίθεση του Ισραήλ και τη σφαγή στη Λωρίδα της Γάζας κατά του Παλαιστινιακού λαού», Ριζοσπάστης, 11-12 Νοεμβρίου 2023).
Οι Τροτσκιστές για τη Νάκμπα: Σιωνισμός και Κεντρισμός
Εκτός από το Κομμουνιστικό Κόμμα, υπήρχε και ένας μικρός πυρήνας Τροτσκιστών στην Παλαιστίνη. Προερχόμενοι κυρίως από Σιωνιστικό υπόβαθρο, από το οποίο δεν έσπασαν ποτέ εντελώς, οργανώθηκαν στην Επαναστατική Κομμουνιστική Ένωση (RCL) στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Ο Τόνι Κλιφ, ένας από τους ηγέτες της RCL, προερχόταν από επιφανή Σιωνιστική οικογένεια στην κατεχόμενη από τη Βρετανία Παλαιστίνη και εντάχθηκε σε μια Εργατική Σιωνιστική οργάνωση στα νιάτα του. Τη δεκαετία του 1950, ο Κλιφ ζούσε στη Βρετανία επευφημώντας τον αραβικό εθνικισμό ως ηγέτης της Socialist Review Group, προδρόμου του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος. Αλλά το 1938, ο Κλιφ σφύριζε ένα διαφορετικό σκοπό: «Είναι προφανές ότι οι Βρετανοί γνωρίζουν πολύ καλά πώς να εκμεταλλευτούν τις στοιχειώδεις ανάγκες του Εβραίου εργάτη, δηλαδή τη μετανάστευση και τον αποικισμό, που κανένα από τα δύο δεν αντιφάσκει με τις πραγματικές ανάγκες των αραβικών μαζών» («Βρετανική Πολιτική στην Παλαιστίνη», The New International, Οκτώβριος 1938, η έμφαση δική μας) [δική μας μετάφραση]. Περιττό να πούμε ότι η μαζική μετανάστευση των Εβραίων στην Παλαιστίνη και ο αποικισμός της όντως αντιφάσκουν με τις πραγματικές ανάγκες των αραβικών μαζών. Αυτές οι γραμμές ήταν ακόμη πιο επιβαρυντικές, δεδομένου ότι γράφτηκαν εν μέσω της Μεγάλης Αραβικής Εξέγερσης κατά του Σιωνιστικού αποικισμού.
Οι απόψεις αυτές δεν ήταν ομόφωνες στο Τροτσκιστικό κίνημα. Ο Κλιφ καταγγέλθηκε έντονα από τους Νοτιοαφρικανούς Τροτσκιστές, οι οποίοι υποστήριξαν:
Αυτή ήταν μια διορατική κριτική, αλλά ποτέ δεν συμπεριλήφθηκε στην πρακτική και το πρόγραμμα των Τροτσκιστών στην Παλαιστίνη.
Οι δυσκολίες του διεθνούς Τροτσκιστικού κινήματος να αναπτύξει ένα σωστό πρόγραμμα για το ζήτημα της Παλαιστίνης προκλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον αποδεκατισμό του κατά τη διάρκεια του παγκόσμιου πολέμου. Ο ίδιος ο Τρότσκι δολοφονήθηκε το 1940 με εντολή του Στάλιν και πολλά από τα πιο έμπειρα στελέχη της Τετάρτης Διεθνούς, όπως ο Άμπραμ Λεόν, πέθαναν είτε από τα χέρια των Σταλινικών είτε των Ναζί. Το Τροτσκιστικό κίνημα βγήκε από τον πόλεμο αδύναμο και αποπροσανατολισμένο από τις βαθιές αλλαγές που συνέβαιναν στον κόσμο. Όσον αφορά την Παλαιστίνη και το εβραϊκό ζήτημα, αυτό το αποδυναμωμένο κίνημα βρέθηκε κάτω από ισχυρή πίεση να συμβιβαστεί με τον Σιωνισμό στον απόηχο του Ολοκαυτώματος και με εκατοντάδες χιλιάδες επιζώντες που τους απορρίφθηκε η είσοδος στις ιμπεριαλιστικές χώρες να μαραζώνουν σε στρατόπεδα εκτοπισμένων. Αυτές οι πιέσεις επιδεινώθηκαν από το γεγονός ότι οι Σταλινικοί, οι σοσιαλδημοκράτες και το μεγαλύτερο μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος στις ΗΠΑ και την Ευρώπη υποστήριξαν τη δημιουργία του Ισραήλ.
Ο αποπροσανατολισμός των Τροτσκιστών αντικατοπτρίστηκε στο «Σχέδιο Θέσεων για το Εβραϊκό Ζήτημα Σήμερα» του 1947 που έγραψε ο Έρνεστ Μαντέλ, ηγέτης της Τετάρτης Διεθνούς. Οι Θέσεις περιείχαν πολλά σωστά σημεία, μεταξύ των οποίων:
Ωστόσο, οι Θέσεις περιέγραφαν την εγκαθίδρυση ενός Σιωνιστικού κράτους ως ουτοπία, παρόλο που τα στρατιωτικά και οικονομικά θεμέλια του Ισραήλ είχαν ήδη καθοριστεί. Απηύθυναν επίσης έκκληση στις αραβικές μάζες να χρησιμοποιήσουν επιθέσεις εναντίον των Βρετανών για να «προωθήσουν συγκεκριμένα το ζήτημα της απόσυρσης των βρετανικών στρατευμάτων». Αλλά οι επιθέσεις γίνονταν από την εξτρεμιστική Σιωνιστική πολιτοφυλακή Irgun ενάντια στους περιορισμούς της εβραϊκής μετανάστευσης! Οι Θέσεις αρνούνταν ότι οι Βρετανοί, στην πραγματικότητα αποσύρονταν από την Παλαιστίνη και ότι η Σιωνιστική τρομοκρατία ήταν προάγγελος της μαζικής εκτόπισης των Παλαιστινίων.
Όσον αφορά την ίδια τη Νάκμπα, η πιο ανοιχτή συνθηκολόγηση με τον Σιωνισμό προήλθε από το Εργατικό Κόμμα (WP) του Μαξ Σάχτμαν στις ΗΠΑ. Το WP υποστήριξε την ίδρυση του Ισραήλ, ισχυριζόμενο ότι ο πόλεμός του κατά των αραβικών χωρών ήταν εθνικοαπελευθερωτικός. Εγκωμιάζοντας την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Ισραήλ, καταδίκασαν την παρέμβαση των αραβικών κρατών:
Αυτές οι αντιδραστικές Σιωνιστικές πολιτικές ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της διάσπασης του WP το 1940 από το αμερικανικό Τροτσκιστικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP). Η διάσπαση, η οποία προκλήθηκε από την άρνηση του Σάχτμαν και της κλίκας του να υπερασπιστούν τη Σοβιετική Ένωση, αντανακλούσε τις πιέσεις της μικροαστικής κοινής γνώμης, ιδιαίτερα από το εβραϊκό σοσιαλιστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης.
Όσον αφορά την Τέταρτη Διεθνή, τουλάχιστον αντιτάχθηκε στο σχέδιο διχοτόμησης της Παλαιστίνης από τον ΟΗΕ. Το βρετανικό Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα, για παράδειγμα, έγραψε: «Η διχοτόμηση της Παλαιστίνης είναι αντιδραστική από κάθε άποψη – ούτε οι Εβραίοι ούτε οι αραβικές μάζες έχουν κάτι να κερδίσουν από αυτή» (Socialist Appeal, Δεκέμβριος 1947). Από την πλευρά του, το αμερικανικό SWP δημοσίευσε ένα κύριο άρθρο που σωστά δήλωνε ότι οι Εβραίοι «δεν μπορούν να χαράξουν ένα κράτος εις βάρος των εθνικών δικαιωμάτων των αραβικών λαών. Αυτό δεν είναι αυτοδιάθεση, αλλά κατάκτηση της επικράτειας ενός άλλου λαού» (The Militant, 31 Μαΐου 1948, η έμφαση δική μας).
Ωστόσο, στον πόλεμο μεταξύ των Σιωνιστών και του Αραβικού Συνδέσμου, η Τέταρτη Διεθνής αρνήθηκε να ταχθεί στο πλευρό των Αράβων, καταγγέλλοντας αυτούς και τους Σιωνιστές ως εξίσου αντιδραστικούς. Το ίδιο κύριο άρθρο του SWP δήλωνε:
Η RCL στην Παλαιστίνη υποστήριξε την ίδια θέση σε ένα κύριο άρθρο με τίτλο «Ενάντια στο Ρεύμα», γράφοντας: «Λέμε στους Εβραίους και τους Άραβες εργάτες: Ο εχθρός βρίσκεται στο δικό σας στρατόπεδο!» (Fourth International, Μάιος 1948).
Αυτό ήταν βαθύτατα λανθασμένο. Ο πόλεμος του 1948 ήταν ένας εθνικός πόλεμος επέκτασης των Σιωνιστών εναντίον του αραβικού παλαιστινιακού πληθυσμού. Παρά τον αντιδραστικό χαρακτήρα και όλες τις μηχανορραφίες του βασιλιά Αμπντουλάχ και άλλων Αράβων ηγεμόνων, αντικειμενικά πολεμούσαν ενάντια στην εθνοκάθαρση των Παλαιστινίων. Είναι απλά λάθος το επιχείρημα ότι η νίκη του Αραβικού Συνδέσμου θα ήταν εξίσου αντιδραστική με εκείνη του Ισραήλ. Για τους Παλαιστίνιους, η αραβική νίκη θα σήμαινε την παραμονή στην ιστορική τους γη. Αν ο πόλεμος είχε με κάποιο τρόπο μετατραπεί σε πόλεμο καταπίεσης του εβραϊκού πληθυσμού, ο χαρακτήρας του θα είχε αλλάξει, απαιτώντας μια διαφορετική αντίδραση. Αλλά σε κανένα σημείο δεν τέθηκε στο παραμικρό αυτό το ζήτημα.
Κάποιοι, τότε και τώρα, υποστηρίζουν ότι οι δεσμοί μεταξύ του Αραβικού Συνδέσμου και του βρετανικού ιμπεριαλισμού αποτελούσε απόδειξη ότι και οι δύο πλευρές στον πόλεμο ήταν αντιδραστικές. Είναι αλήθεια ότι τόσο το Ισραήλ όσο και η αραβική πλευρά υποστηρίζονταν, με κάποιους τρόπους, από διάφορες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αλλά αυτό ήταν ένας δευτερεύων παράγοντας. Ο πόλεμος δεν αφορούσε τις ανταγωνιστικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες στην περιοχή, αλλά την εκδίωξη των Παλαιστινίων από τη γη τους. Ο πόλεμος του 1948 και κάθε επόμενος πόλεμος –1967, 1973, 1982 κλπ– ήταν πόλεμοι Σιωνιστικής επέκτασης. Η μόνη σωστή θέση για τους Μαρξιστές σε αυτές τις συγκρούσεις ήταν να πάρουν το μέρος της Παλαιστίνης και των Αράβων.
Η άρνηση των Τροτσκιστών το 1948 να το κάνουν αυτό, ήταν μια συνθηκολόγηση με τον Σιωνισμό μπροστά στη Νάκμπα, μια απόλυτη προδοσία. Ωστόσο, σχεδόν όλοι οι σύγχρονοι Τροτσκιστές το υποστηρίζουν ως παράδειγμα προς μίμηση – καθιστώντας την επαναστατική παρέμβαση σήμερα αδύνατη: από την οργάνωσή μας (μέχρι τώρα) έως την Επαναστατική Κομμουνιστική Διεθνή, τις δύο Μπολσεβίκικες τάσεις, την Ένωση για την Τέταρτη Διεθνή (LFI) και την Τροτσκιστική Φράξια/Left Voice. Η Left Voice έγραψε: «Πιστεύουμε ότι οι Εβραίοι Παλαιστίνιοι Τροτσκιστές στα τέλη της δεκαετίας του 1940 είχαν το μόνο ρεαλιστικό όραμα για την επίλυση της σύγκρουσης» («Η Φάρσα της “Λύσης των Δύο Κρατών” και η Σοσιαλιστική Προοπτική για την Παλαιστίνη», leftvoice.org, 16 Δεκεμβρίου 2023) [δική μας μετάφραση]. Το πώς ο ντεφαιτισμός στη Νάκμπα έκανε οτιδήποτε για την επίλυση της σύγκρουσης είναι κάτι που πρέπει να εξηγήσει η Left Voice.
Η Πράσινη Γραμμή
Τα σύνορα που καθορίστηκαν ως αποτέλεσμα της νίκης του Ισραήλ στον πόλεμο του 1948 ονομάζονται Πράσινη Γραμμή και αναγνωρίστηκαν με το ψήφισμα 242 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ μετά τον πόλεμο του 1967. Το ψήφισμα αυτό αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης, αποτελώντας τη βάση για τις ειρηνευτικές συνθήκες του Ισραήλ με την Αίγυπτο (1979) και την Ιορδανία (1994), για τις Συμφωνίες του Όσλο του 1993 και για όλες τις συζητήσεις σχετικά με τη λύση των δύο κρατών. Να τι είπε, σωστά ο Nayef Hawatmeh, ηγέτης του Δημοκρατικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, σχετικά με το ψήφισμα 242:
Από αυτό, θα πρέπει να είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για παλαιστινιακή απελευθέρωση με βάση την Πράσινη Γραμμή και το Ψήφισμα 242. Αλλά φιλοπαλαιστίνιοι φιλελεύθεροι όπως το κίνημα BDS, φιλελεύθεροι Σιωνιστές όπως ο Νόρμαν Φίνκελσταϊν και η ομάδα Γκους Σαλόμ, και ρεφορμιστές όπως το ΚΚΕ υποστηρίζουν την Πράσινη Γραμμή ως τα νόμιμα σύνορα του Ισραήλ. Ο σκοπός αυτού του επιχειρήματος είναι να δημιουργήσει μια ψεύτικη διάκριση μεταξύ της γης που κλάπηκε από τους Παλαιστίνιους στον πόλεμο του 1948 και αυτής που κλάπηκε κατά τις μεταγενέστερες επεκτάσεις. Έτσι, μόνο τα εδάφη που κατελήφθησαν μετά το 1967 θεωρούνται «κατεχόμενα εδάφη». Είναι εύκολο για τους πλούσιους φιλελεύθερους Σιωνιστές στο Τελ Αβίβ να μιλούν με περιφρόνηση για τους φτωχότερους Εβραίους που ζουν στη Δυτική Όχθη ως «εποίκους». Η πραγματικότητα ωστόσο, είναι ότι ολόκληρο το κράτος του Ισραήλ είναι μια αποικία εποίκων που χτίστηκε πάνω στην εκτόπιση των Παλαιστινίων. Οι 700.000 έποικοι στη Δυτική Όχθη, ορισμένοι από τους οποίους ζουν εκεί για δεκαετίες, δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνους που ζουν στο υπόλοιπο Ισραήλ.
Πέρα από το να κάνουν τους φιλελεύθερους Σιωνιστές από το Τελ Αβίβ μέχρι τη Νέα Υόρκη να αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους, ο σκοπός της εναντίωσης στις επεκτάσεις του Ισραήλ μόνο μετά το 1967 είναι να καλλιεργηθεί η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υπάρξει μια ρεφορμιστική ενδιάμεση λύση για το παλαιστινιακό ζήτημα, σύμφωνα με την οποία οι Ισραηλινοί θα δουν το φως, θα αποσυρθούν πίσω στην Πράσινη Γραμμή και θα αφήσουν τους Παλαιστίνιους να οικοδομήσουν ένα κουτσουρεμένο κράτος. Το να πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνει τίποτα από το Σιωνιστικό εγχείρημα, οι υπερασπιστές του οποίου θα πολεμήσουν μέχρι θανάτου για κάθε σπιθαμή «ιερής γης» που έχει κλαπεί από τους Παλαιστίνιους.
Το να θέτει κανείς συνθήματα όπως «να τερματιστεί η κατοχή» και «ισραηλινά στρατεύματα και έποικοι έξω από τα κατεχόμενα εδάφη» (που αναφέρονται μόνο στα εδάφη πέρα από την Πράσινη Γραμμή) αποδέχεται έμμεσα τη νομιμότητα του κράτους του Ισραήλ. Προφανώς, είναι απαραίτητο να αντισταθούμε στρατιωτικά στην καταπάτηση της παλαιστινιακής γης από φανατικούς εποίκους και την κατοχή γενικότερα. Αλλά το να πιστεύει κανείς ότι το πρόβλημα των 700.000 εποίκων που καταλαμβάνουν τη Δυτική Όχθη μπορεί να λυθεί χωρίς τη συντριβή του κράτους του Ισραήλ αποτελεί μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση, την οποία οι Σιωνιστές μπορούν να εκμεταλλευτούν για να καθηλώσουν το παλαιστινιακό κίνημα.
Η Σπαρτακιστική Παράδοση
Εδώ πρέπει να ασχοληθούμε με την σπιλωμένη κληρονομιά της δικής μας τάσης στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Η Επαναστατική Τάση, η αντιπολίτευση στο SWP που γέννησε τη Σπαρτακιστική Ένωση τη δεκαετία του 1960, καθοδηγούνταν από μια ομάδα στελεχών που αρχικά προέρχονταν από την Ανεξάρτητη Σοσιαλιστική Λίγκα του Σάχτμαν. Παρά τον σωστό αγώνα τους ενάντια στον εκφυλισμό του SWP, έφεραν μαζί τους την παράδοση του Σάχτμαν για την Παλαιστίνη. Αυτό φάνηκε πιο ξεκάθαρα στο άρθρο του 1968 «Αραβοϊσραηλινή Σύγκρουση: Στρέψτε τα Όπλα στην Άλλη Πλευρά» (Spartacist τεύχος 11, Μάρτιος-Απρίλιος 1968), το οποίο όχι μόνο έπαιρνε μια θέση εκ των υστέρων υπέρ του Ισραήλ στον πόλεμο του 1948, αλλά υποστήριζε την ήττα και των δύο πλευρών στον πόλεμο της Σιωνιστικής επέκτασης του 1967. Το άρθρο απαιτούσε «την υπογραφή μιας συνθήκης ειρήνης στη βάση των συνοριακών γραμμών της εκεχειρίας του 1949, παρέχοντας έτσι αραβική αναγνώριση στο δικαίωμα ύπαρξης ενός εβραϊκού έθνους».
Αυτή η φιλοϊσραηλινή θέση άλλαξε με το θεμελιώδες άρθρο «Η Γέννηση του Σιωνιστικού Κράτους», Μέρος Δεύτερο (Workers Vanguard τεύχος 45, 24 Μαΐου 1974), όπου η Σπαρτακιστική τάση υιοθέτησε την κάπως λιγότερο αντιδραστική γραμμή του SWP σχετικά με τον πόλεμο του 1948 – ντεφαιτισμός και από τις δύο πλευρές. Με γελοίο τρόπο, η αιτιολόγηση αυτής της αλλαγής δεν ήταν ότι η προηγούμενη θέση ήταν ανοιχτά Σιωνιστική, αλλά ότι είχε έρθει στο φως «νέο τεκμηριωμένο υλικό».
Επιπλέον, το άρθρο ανέπτυξε τη λεγόμενη θεωρία των αλληλοδιεισδυόμενων λαών, διακηρύσσοντας: «Το δημοκρατικό ζήτημα της αυτοδιάθεσης για κάθε μία από τις δύο εθνότητες ή λαούς που γεωγραφικά είναι αλληλοδιεισδυόμενοι, μπορεί να επιλυθεί μόνο με δίκαιο τρόπο στο πλαίσιο του προλεταριάτου που βρίσκεται στην εξουσία». Είναι αλήθεια ότι μια δίκαιη επίλυση της παλαιστινιακής σύγκρουσης απαιτεί προλεταριακή εξουσία. Ωστόσο, ο σκοπός της θεωρίας ήταν να παρουσιάσει τον αγώνα για την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων ως αθέμιτο, επικαλούμενος τον μπαμπούλα ότι κάθε αγώνας προς αυτή την κατεύθυνση θα παραβίαζε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Ισραηλινών. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σπαρτακιστική τάση απηύθυνε αφηρημένες εκκλήσεις για ταξική ενότητα, προβάλλοντας συνθήματα όπως «Όχι Εβραίοι εναντίον Αράβων, αλλά τάξη εναντίον τάξης!» Τα πιο πρόσφατα χρόνια, η προπαγάνδα της τάσης μας καταδίκασε έντονα τη Σιωνιστική τρομοκρατία, αλλά εξακολουθούσε να αρνείται να θέσει την εθνική απελευθέρωση των Παλαιστινίων στο επίκεντρο μιας επαναστατικής προοπτικής.
Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης για το Ισραήλ είναι κόκκινο πανί. Οι Ισραηλινοί έχουν ήδη ένα κράτος, και ο σκοπός του είναι να σταματήσει τους Παλαιστίνιους να αποκτήσουν το δικό τους. Υπό τις σημερινές συνθήκες, η άρνηση της πάλης για την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων στο όνομα της αυτοδιάθεσης των Ισραηλινών ισοδυναμεί απλώς με την υπεράσπιση του Σιωνιστικού status quo. Το πραγματικό ζήτημα είναι για τους Παλαιστίνιους να ασκήσουν το δικό τους δικαίωμα αυτοδιάθεσης με τρόπο συμβατό με τη συνέχιση της ύπαρξης του εβραϊκού έθνους στην Εγγύς Ανατολή. Αυτό είναι εφικτό μόνο με τη μορφή ενός ενοποιημένου κράτους δύο εθνών που θα βασίζεται στην επίλυση της ιστορικής αδικίας που διαπράχθηκε εις βάρος των Παλαιστινίων και όπου και τα δύο έθνη θα απολαμβάνουν πλήρη δημοκρατικά δικαιώματα όσον αφορά τη γλώσσα, τον πολιτισμό και τη θρησκεία. Ένα τέτοιο κράτος μπορεί να δημιουργηθεί μόνο με τη συντριβή του Σιωνιστικού κράτους και μέσω μιας επαναστατικής ανατροπής ολόκληρης της περιοχής.
Ενώ η ΔΚΕ έχει πλέον απορρίψει και έχει χαράξει μια σκληρή γραμμή ενάντια στην ψευτομαρξιστική θεωρία των αλληλοδιεισδυόμενων λαών, άλλες οργανώσεις της παράδοσής μας – η Ένωση για την Τέταρτη Διεθνή, η Μπολσεβίκικη Τάση και η Διεθνής Μπολσεβίκικη Τάση – συνεχίζουν να υποστηρίζουν την κληρονομιά της συνθηκολόγησης με τον Σιωνισμό.
Ο Αραβικός Εθνικισμός και η Ήττα του 1967
Την περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξέσπασαν αντιαποικιακές εξεγέρσεις σε όλο τον κόσμο, από το Βιετνάμ μέχρι την Αλγερία και τη Λατινική Αμερική. Στην Αίγυπτο, το πραξικόπημα του κινήματος Ελεύθερων Αξιωματικών του 1952 ανέτρεψε το ανδρείκελο των Βρετανών βασιλιά Φαρούκ και έφερε στην εξουσία τον ριζοσπάστη εθνικιστή Συνταγματάρχη Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Ωθούμενος από την ήττα του 1948 στα χέρια του Ισραήλ, ο Νάσερ προσπάθησε να απελευθερώσει την Αίγυπτο από τον ιμπεριαλισμό και να εκσυγχρονίσει τη χώρα. Προώθησε τον παναραβικό εθνικισμό, προάγοντας την ενότητα των κρατών του Αραβικού Συνδέσμου ώστε να διώξουν τους ιμπεριαλιστές και τους Σιωνιστές από την περιοχή. Το 1956, ο Νάσερ εθνικοποίησε τη Διώρυγα του Σουέζ, αρπάζοντάς την από τους Βρετανούς και Γάλλους ιδιοκτήτες της, και την έκλεισε στην ισραηλινή ναυτιλία. Η ενέργεια αυτή ήταν άκρως δημοφιλής στη Μέση Ανατολή και σε ολόκληρο τον Τρίτο Κόσμο. Σε απάντηση, το Ισραήλ εισέβαλε στην Αίγυπτο μαζί με τη Βρετανία και τη Γαλλία. Όμως, κάτω από την έντονη πίεση των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, οι δυνάμεις εισβολής αποσύρθηκαν λίγο αργότερα σε μια ταπεινωτική ήττα.
Τον Μάιο του 1967, ο Νάσερ έκλεισε και πάλι τη διώρυγα για τα ισραηλινά πλοία. Το Ισραήλ ανταπέδωσε και πάλι και σε μια προληπτική αεροπορική επιδρομή, κατέστρεψε σχεδόν ολόκληρη την αιγυπτιακή πολεμική αεροπορία και στη συνέχεια εξαπέλυσε χερσαία επίθεση στην αιγυπτιακή χερσόνησο του Σινά καθώς και στην κατεχόμενη από την Αίγυπτο Λωρίδα της Γάζας. Αυτό προκάλεσε ένα νέο πόλεμο μεταξύ του Αραβικού Συνδέσμου και του Ισραήλ, ο οποίος κατέληξε σε άλλη μια καταστροφική ήττα για τους Άραβες. Μέχρι το τέλος αυτού που είναι γνωστό ως ο Πόλεμος των Έξι Ημερών, το Ισραήλ είχε καταλάβει τα υψίπεδα του Γκολάν της Συρίας, την προσαρτημένη στην Ιορδανία Δυτική Όχθη (συμπεριλαμβανομένης της Ανατολικής Ιερουσαλήμ) και την κατεχόμενη από την Αίγυπτο Λωρίδα της Γάζας. Περίπου 300.000 Παλαιστίνιοι από σχεδόν ένα εκατομμύριο εκδιώχθηκαν από τη Δυτική Όχθη, ένας ακόμη εκτοπισμός που θα είχε μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Μέχρι αυτό το σημείο, οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους σε αραβικά καθεστώτα όπως αυτό του Νάσερ για να προωθήσουν τη δική τους απελευθέρωση. Ωστόσο, η ήττα του 1967 έδειξε ξεκάθαρα ότι το υποστηριζόμενο από τους ιμπεριαλιστές Ισραήλ υπερείχε κατά πολύ των αραβικών δυνάμεων στον συμβατικό πόλεμο. Ως αποτέλεσμα αυτής της ήττας, σε συνδυασμό με την ατελείωτη προδοσία των αραβικών καθεστώτων, οι Παλαιστίνιοι εθνικιστές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι χρειάζονταν μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τους προστάτες τους και κλιμάκωσαν τη στρατηγική του αντάρτικου αγώνα τους, εμπνευσμένοι από τα μοντέλα της Κούβας και του Βιετνάμ.
Στο πλαίσιο αυτό, η PLO του Γιάσερ Αραφάτ έγινε η κύρια δύναμη του παλαιστινιακού εθνικιστικού κινήματος. Αντανακλώντας τον νέο προσανατολισμό, το 1968 ο Αραφάτ αναθεώρησε τον Παλαιστινιακό Εθνικό Χάρτη για να διακηρύξει ότι «η δράση των κομάντος [αντάρτικου] αποτελεί τον πυρήνα του παλαιστινιακού λαϊκού απελευθερωτικού πολέμου». Η PLO εξακολουθούσε να χρειάζεται υποστήριξη από τα αραβικά καθεστώτα, την οποία εξασφάλισε υιοθετώντας την αρχή της «μη ανάμειξης» – δηλαδή, συμφωνώντας να μην ασκεί κριτική στα καθεστώτα. Τα πιο αριστερά Μαρξιστικής-Λενινιστικής έμπνευσης, το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PFLP) και το Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης επέκριναν αυτή τη συνθηκολόγηση, αλλά συμμερίζονταν τη συνολική στρατηγική του αντάρτικου της PLO. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και του 1970 σημειώθηκαν μια σειρά από αεροπειρατείες, βομβιστικές επιθέσεις και απαγωγές, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής και τελικά του θανάτου Ισραηλινών αθλητών κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1972 στο Μόναχο.
Η ατομική τρομοκρατία ως τακτική έχει απορριφθεί ανέκαθεν από το Μαρξιστικό κίνημα, το οποίο βασίζει την προοπτική του στην κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών. Η φύση της παλαιστινιακής σύγκρουσης δίνει στον αντάρτικο δρόμο έναν ακόμη πιο απελπιστικό και αντιπαραγωγικό ρόλο. Σε πρώτη φάση, σε αντίθεση με μια «δημοκρατία της μπανανίας» που στηρίζεται από την ιμπεριαλιστική διαφθορά, το ισραηλινό κράτος βασίζεται στη στρατιωτικοποιημένη γροθιά ενός ολόκληρου έθνους. Μαζί με τη μαζική υποστήριξη που λαμβάνει από τους ιμπεριαλιστές προστάτες του, αυτό καθιστά αδύνατο για τους Παλαιστίνιους να τσακίσουν το κράτος του Ισραήλ με συμβατικά στρατιωτικά μέσα, πόσο μάλλον με αντάρτικες τακτικές. Δεύτερον, οι τρομοκρατικές ενέργειες εναντίον Ισραηλινών πολιτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου, δεν αποδυναμώνουν αλλά αντίθετα ενισχύουν το Σιωνιστικό φρούριο, δένοντας πιο σφιχτά τον πληθυσμό με τους κυβερνώντες του. Τρίτον, ο σκοπός του αντάρτικου δρόμου στην Παλαιστίνη ήταν πάντα να πιέσει είτε τα αραβικά καθεστώτα είτε τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να μεσολαβήσουν για λογαριασμό των Παλαιστινίων, μια μάταιη και αυτοκτονική προσπάθεια.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μαρξιστές απορρίπτουν την ένοπλη αντίσταση. Αντιθέτως, η στρατιωτική αντίσταση, μεταξύ άλλων μέσω ενιαίων μετώπων με τις εθνικιστικές δυνάμεις, είναι ζωτικής σημασίας. Ωστόσο, πρέπει να αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης επαναστατικής στρατηγικής που πρέπει να περιλαμβάνει την κατάκτηση ενός τμήματος της ισραηλινής κοινωνίας, πρωτίστως την εργατική της τάξη. Αυτό δεν γίνεται από ανθρωπιστική ευαισθησία, αλλά από ζωτική αναγκαιότητα για την παλαιστινιακή υπόθεση. Απλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τη διάλυση του Ισραήλ εκ των έσω. Ακόμα και αν το Ισραήλ ηττούνταν με κάποιο τρόπο με καθαρά στρατιωτικά μέσα, αρκεί να αναλογιστεί κανείς τη Μασάντα, όταν οι Εβραίοι που πολιορκούνταν από τους Ρωμαίους επέλεξαν τη μαζική αυτοκτονία αντί της ήττας, για να καταλάβει τι θα ήταν διατεθειμένοι να κάνουν οι φανατικοί Σιωνιστές μπροστά σε μια υπαρξιακή απειλή από έξω.
Μετά το 1967, το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς στη Δύση μεταστράφηκε από το να συνθηκολογεί με τον φιλελεύθερο Σιωνισμό στο να ζητωκραυγάζει την Παλαιστινιακή εθνική αντίσταση, συμπεριλαμβανομένης της δικαιολόγησης του αντάρτικου δρόμου. Αυτό απέτρεψε να κερδηθούν στον κομμουνισμό τα καλύτερα στοιχεία από τους εθνικιστές. Στο τέλος, πολλοί από αυτή τη γενιά θαρραλέων αγωνιστών σφαγιάστηκαν από τη Μοσάντ, συμπεριλαμβανομένου του Γκασάν Καναφάνι, ενός ηγέτη του PFLP που ανατινάχθηκε στο αυτοκίνητό του το 1972.
Σήμερα, όπως και τότε, είναι απαραίτητο να αντιταχθούμε στη μέθοδο της ατομικής τρομοκρατίας. Αντί να συμφιλιώνονται με τους Παλαιστίνιους εθνικιστές, το καθήκον των Μαρξιστών είναι να τους κερδίσουν σε μια διεθνιστική προοπτική της εργατικής τάξης. Όπως παρουσίασε ο Λένιν στο άρθρο που ήδη αναφέρθηκε:
Οι Ισραηλινοί Σοσιαλιστές της Matzpen
Η πιο ριζοσπαστική και αντισιωνιστική οργάνωση στην ισραηλινή αριστερά ήταν η Matzpen. Ιδρύθηκε το 1962 και μεγάλωσε μετά τον πόλεμο του 1967, όταν άρχισε να υποστηρίζει ότι το Ισραήλ εξαρχής ήταν ένα αποικιακό κράτος εποίκων, και να προωθεί την αυτοδιάθεση των Παλαιστινίων. Η Matzpen πήρε τη θέση ότι «είναι η αναγνώριση της βασικής φύσης της Σιωνιστικής ιδεολογίας και η πλήρης ρήξη μαζί της που επιτρέπει την επιβεβαίωση μιας διεθνιστικής θέσης και που αποτελεί έτσι τη βάση για μια κοινή μάχη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων επαναστατών» («Στρατιωτική Κλιμάκωση Εντός της Ισραηλινής Κοινωνίας», matzpen.org, 10 Φεβρουαρίου 1972, δική μας μετάφραση). Ωστόσο, δεν πίστευαν ότι η ισραηλινή εργατική τάξη μπορούσε να σπάσει από τον Σιωνισμό:
Η Matzpen θεωρούσε ότι ο ρόλος τους στο Ισραήλ ήταν να περιμένουν την αραβική επανάσταση να έρθει από έξω. Επιπλέον, πίστευαν ότι μόνο η ισραηλινή νεολαία, δηλαδή οι φοιτητές και οι διανοούμενοι, θα μπορούσαν να αποκοπούν από τον Σιωνισμό, όχι η εργατική τάξη. Αυτή η μικροαστική προσέγγιση στηρίζεται στις ευμετάβλητες «προοδευτικές» ιδέες αυτού του κοινωνικού στρώματος και όχι στους εργάτες που έχουν υλικό συμφέρον για την επανάσταση. Έτσι, το κάλεσμά τους για τον «αποσιωνισμό» του Ισραήλ ισοδυναμούσε με ηθικές εκκλήσεις προς τη φωτισμένη μεσαία τάξη.
Σήμερα, ομάδες όπως το βρετανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα επαινούν τη Matzpen, αλλά αγκαλιάζουν το πιο αδύναμο σημείο της. Υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη στο Ισραήλ δεν θα αγωνιστεί ποτέ για την επανάσταση, σε αντίθεση με τους εργάτες οπουδήποτε αλλού, επειδή επωφελείται από την καταπίεση των Παλαιστινίων. Δίνουν το παράδειγμα: «Ο μέσος μισθός των Ισραηλινών εργατών είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν των Παλαιστινίων» («Ποιος Είναι ο Ρόλος της Ισραηλινής Εργατικής Τάξης;», socialistworker.co.uk, 16 Ιανουαρίου) [δική μας μετάφραση].
Είναι αλήθεια ότι οι Ισραηλινοί εργάτες έχουν προνομιακό καθεστώς στην περιοχή ως αποτέλεσμα της συμμαχίας του Ισραήλ με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αλλά η παλαιστινιακή καταπίεση δεν είναι προς το ταξικό συμφέρον των Ισραηλινών εργατών. Οι συνθήκες ζωής για τις ισραηλινές μάζες είναι πολύ χειρότερες από ό,τι στη Βρετανία, τις ΗΠΑ ή τη Γερμανία, με το Ισραήλ να έχει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό φτώχειας στον ανεπτυγμένο κόσμο. Οι καταπιεστικές συνθήκες ζωής –η στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, η κυριαρχία της θρησκευτικής αντίδρασης, η φυλετική καταπίεση, οι προφανείς ανισότητες– είναι όλα προϊόντα της καταπίεσης των Παλαιστινίων. Αυτή η θεοκρατική εκρηκτική κατάσταση ταξικής, εθνικής και έμφυλης καταπίεσης συγκρατείται κυρίως από τη Σιωνιστική ιδεολογία. Υπάρχει μια υλική βάση για να κερδηθεί η Ισραηλινή εργατική τάξη στην επανάσταση και την απελευθέρωση των Παλαιστινίων, που απαιτεί μια πλήρη ρήξη με τον Σιωνισμό.
Πάρτε το παράδειγμα των Αράβων Εβραίων, των Μιζραχίμ. Αυτοί οι Εβραίοι, που ζούσαν σε όλη τη Μέση Ανατολή, αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ με την άνοδο του αντισημιτισμού, που τροφοδοτήθηκε από τα αραβικά καθεστώτα, καθώς και από τις Σιωνιστικές προκλήσεις μετά τη Νάκμπα. Στο Ισραήλ, αντιμετωπίστηκαν με τον τρόπο που οι Σιωνιστές αντιμετώπιζαν τους άλλους Άραβες, ως καθυστερημένους άγριους. Ως τη δεκαετία του 1970, οι Μιζραχίμ αποτελούσαν το 50 τοις εκατό του ισραηλινού εβραϊκού πληθυσμού. Παρόλο που η θέση τους ήταν ανώτερη από εκείνη των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ, κρατούνταν στον πάτο της ισραηλινής εβραϊκής κοινωνίας από την άρχουσα τάξη των Ασκενάζι, καταδικασμένοι στις χειρότερες θέσεις εργασίας και στις χειρότερες συνθήκες διαβίωσης σε διαχωρισμένες περιοχές. Αυτό παραμένει αλήθεια μέχρι και σήμερα.
Οι Μιζραχίμ έχουν πολλά να κερδίσουν παλεύοντας για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων, οι οποίοι καταπιέζονται από το ίδιο Σιωνιστικό κράτος και την ίδια άρχουσα τάξη με αυτούς. Αλλά στην προσπάθειά του να ενσωματωθεί στην ισραηλινή κοινωνία, αυτό το στρώμα συχνά ασπάζεται τις πιο λυσσαλέες Σιωνιστικές απόψεις. Αυτή η αντίφαση φτάνει στην καρδιά του προβλήματος της επανάστασης στο Ισραήλ. Τα στρώματα που είναι ιδεολογικά πιο αντιδραστικά έχουν ισχυρότερους υλικούς λόγους να εξεγερθούν, ενώ τα φιλελεύθερα στρώματα, στα οποία προσβλέπουν οι περισσότεροι αριστεροί, είναι στην πραγματικότητα πιο ουσιαστικά συνδεδεμένα με το status quo.
Η Μετασοβιετική Παγκόσμια Τάξη Πραγμάτων και η Ήττα στο Όσλο
Η δεκαετία του 1980 ήταν μια περίοδος ήττας και υποχώρησης για τον παλαιστινιακό αγώνα. Ο πόλεμος του Λιβάνου το 1982 κατέληξε σε καταστροφή για την PLO, και το 1987 η πρώτη Ιντιφάντα καταπνίγηκε βάναυσα στη Λωρίδα της Γάζας και τη Δυτική Όχθη. Αυτές οι στρατιωτικές ήττες συνοδεύτηκαν από την αυξανόμενη απομόνωση της PLO σε ένα διεθνές πλαίσιο αυξημένης αμερικανικής επιθετικότητας και υποχώρησης της Σοβιετικής Ένωσης. Με την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991-92, η παγκόσμια τάξη πραγμάτων άλλαξε ριζικά. Αυτό προκάλεσε μια ιδεολογική στροφή στον παλαιστινιακό αγώνα, με την ηγεσία του να γίνεται όλο και πιο συντηρητική, απρόθυμη να αγωνιστεί και απελπισμένη για μια συμφωνία.
Τον Μάρτιο του 1991, ο Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους ο πρεσβύτερος ανακοίνωσε: «Ήρθε η ώρα να δοθεί ένα τέλος στην αραβοϊσραηλινή σύγκρουση» και μεσολάβησε για τις πρώτες ειρηνευτικές συνομιλίες στις οποίες συμμετείχαν το Ισραήλ και η Παλαιστίνη, καθώς και η Αίγυπτος, η Συρία, η Ιορδανία και ο Λίβανος. Ο διάδοχός του, ο Μπιλ Κλίντον, ακολούθησε τα βήματά του και αυτοανακηρύχθηκε ως ο ειρηνοποιός στη Μέση Ανατολή. Αυτές οι υπεροπτικές ιμπεριαλιστικές αξιώσεις των ΗΠΑ ήταν συμπτωματικές της περιόδου, η οποία χαρακτηριζόταν από την αμερικανική ηγεμονία και τον θρίαμβο του φιλελευθερισμού στον Ψυχρό Πόλεμο. Οι ΗΠΑ είχαν την πολυτέλεια να ξεκινήσουν μεγάλα σχέδια για την «ειρήνη επί της γης» κάτω από την Pax Americana. Φυσικά, η δική τους εκδοχή για ειρήνη ήταν η συνεχής υποταγή του παλαιστινιακού λαού και η σταθεροποίηση της ασφάλειας του Ισραήλ.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 τις Συμφωνίες του Όσλο που έγιναν με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ. Οι συμφωνίες αυτές σηματοδότησαν την τεράστια συνθηκολόγηση της PLO, η οποία αναγνώρισε το Σιωνιστικό κράτος, ανατρέποντας τον καταστατικό χάρτη της PLO του 1968 που είχε ορίσει την Παλαιστίνη ως «αδιαίρετη εδαφική μονάδα». Επιπλέον, η PLO αποδέχθηκε ότι οι εβραϊκοί εποικισμοί στη Δυτική Όχθη θα παρέμεναν υπό ισραηλινό έλεγχο και συμφώνησε να εγκαθιδρύσει την Παλαιστινιακή Αρχή (ΠΑ), η οποία, περιπολώντας τα εδάφη υπό παλαιστινιακό έλεγχο, θα λειτουργούσε ως επόπτης του Ισραήλ στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα. Με το πρόσχημα των συνεχιζόμενων διαπραγματεύσεων, άφησαν το Ισραήλ να ελέγχει το νερό και συμφώνησαν ότι η ΠΑ δεν θα είχε καμία εξουσία όσον αφορά τις εξωτερικές σχέσεις, την εξωτερική ασφάλεια ή τους Ισραηλινούς στα υπό παλαιστινιακή διοίκηση εδάφη. Οι Συμφωνίες του Όσλο προσέφεραν ένα μίνι-κράτος τύπου μπαντουστάν, μια τραγελαφική υπόσχεση που δεν εκπληρώθηκε καν.
Ο στόχος των Συμφωνιών του Όσλο ήταν να καλμάρουν τους Παλαιστίνιους και να παγώσουν τη σύγκρουση αφήνοντας να αιωρείται η ελπίδα για μια λύση δύο κρατών. Οι Σιωνιστές εκμεταλλεύτηκαν τη συνθηκολόγηση της PLO για να πιέσουν τους Παλαιστίνιους πιο ασφυκτικά, μειώνοντας σταδιακά την επικράτειά τους και εξαπολύοντας συνεχείς επιθέσεις εναντίον της Γάζας και της Δυτικής Όχθης. Η διαδικασία αυτή κατέληξε στην υπογραφή των Συμφωνιών του Αβραάμ το 2020 υπό την κυβέρνηση Τραμπ, που έθεσαν τις βάσεις για την εξομάλυνση των σχέσεων των αραβικών κρατών με το Ισραήλ αναγνωρίζοντας την εθνική του κυριαρχία. Παρουσιαζόμενες ως θρίαμβος για το Ισραήλ, οι Συμφωνίες υποσχέθηκαν τον υποβιβασμό της παλαιστινιακής υπόθεσης στο περιθώριο της ιστορίας.
Ωστόσο, το σφίξιμο της μέγγενης γύρω από τους Παλαιστίνιους ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε αντιδράσεις. Η ανοιχτή προδοσία της PLO οδήγησε τους Παλαιστίνιους να στρέφονται όλο και περισσότερο προς τη Χαμάς και άλλες Iσλαμιστικές δυνάμεις, οι οποίες προσέφεραν μια πιο ριζοσπαστική αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Οι σποραδικές συγκρούσεις μεταξύ του Ισραήλ και της Χαμάς πάνω από μια δεκαετία κατέληξαν στη μετωπική επίθεση κατά του Ισραήλ με την Επιχείρηση Πλημμύρα του Αλ-Ακσά στις 7 Οκτωβρίου 2023. Αυτή η επίθεση, μαζί με τη γενοκτονική απάντηση του Ισραήλ, έκαναν θρύψαλα το status quo στην περιοχή και έβαλαν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο των Συμφωνιών του Όσλο. Η αυξημένη ένταση και η βιαιότητα της σύγκρουσης διασταυρώνονται με την παρακμή της αμερικανικής ηγεμονίας, η οποία φέρνει μαζί της αυξημένη αναταραχή στον κόσμο. Είναι σε αυτό το νέο πλαίσιο που οι επαναστάτες πρέπει να προσεγγίσουν τα επόμενα βήματα στον αγώνα για την Παλαιστινιακή απελευθέρωση.
Μαρξιστικές Προοπτικές Σήμερα
Ενώ η επίθεση της Χαμάς έκανε θρύψαλα το status quo στην περιοχή, στη Μαρξιστική αριστερά το πολιτικό status quo του αποπροσανατολισμού και της συνθηκολόγησης δεν έχει μετακινηθεί ούτε εκατοστό. Οι σοσιαλιστές όλων των αποχρώσεων συνεχίζουν να κάνουν ζιγκ ζαγκ μεταξύ των δύο πόλων, του Σιωνισμού και του αραβικού εθνικισμού.
Στη δεξιά πτέρυγα, βρίσκουμε ομάδες όπως η Lutte Ouvrière στη Γαλλία και η Lotta Comunista στην Ιταλία, οι οποίες, παρά το γεγονός ότι εναντιώνονται στους βομβαρδισμούς του Ισραήλ στη Γάζα, καταγγέλλουν τον αγώνα για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων ως αντιδραστικό εθνικιστικό σκοπό. Λίγο πιο αριστερά, αλλά στην ίδια ευρεία κατηγορία, βρίσκουμε την Επιτροπή για μια Εργατική Διεθνή και τη Διεθνή Σοσιαλιστική Εναλλακτική, οι οποίες κρύβουν την απόρριψή τους για την εθνική απελευθέρωση της Παλαιστίνης πίσω από τη φιλελεύθερη αλληλεγγύη με το κίνημα και κενές αφηρημένες φράσεις, όπως η ακόλουθη:
Τέτοιες κοινοτοπίες για την ενότητα της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό είναι ανούσιες αν δεν βασίζονται στην εθνική απελευθέρωση των Παλαιστινίων. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι το σημείο εκκίνησης για την ενότητα μεταξύ των εργατών στην Παλαιστίνη και το Ισραήλ είναι η απόρριψη του Σιωνισμού και ότι η σοσιαλιστική επανάσταση είναι δυνατή μόνο βάζοντας τις εθνικές προσδοκίες των Παλαιστινίων στο επίκεντρο.
Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται εκείνοι οι αριστεροί που επικροτούν άκριτα την ηγεσία του παλαιστινιακού κινήματος. Το Κόμμα για τον Σοσιαλισμό και την Απελευθέρωση (PSL) στις ΗΠΑ είναι ανοιχτό σχετικά με αυτό: «Ο ρόλος του κινήματος στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι να επικρίνουμε την ιδεολογία ή τη στρατηγική του παλαιστινιακού απελευθερωτικού κινήματος, αλλά μάλλον να κάνουμε το χρέος μας για να υποστηρίξουμε τους Παλαιστίνιους στην αποτίναξη του ζυγού της αποικιοκρατίας, ώστε να μπορούν να αποφασίσουν οι ίδιοι πώς θέλουν να οργανώσουν την κοινωνία τους» («Γιατί το Παλαιστινιακό Κίνημα Είναι Ένας Αγώνας για Εθνική Απελευθέρωση», liberationnews.org, 3 Μαρτίου) [δική μας μετάφραση]. Οι περισσότεροι, όπως το βρετανικό SWP, δεν το κάνουν τόσο φανερά και επικρίνουν τις μεθόδους και την ιδεολογία της Χαμάς. Αλλά αυτές οι μεταγενέστερες σκέψεις σε καμία περίπτωση δεν αποσκοπούν στο να αμφισβητήσουν τη λαβή του εθνικισμού στον παλαιστινιακό αγώνα.
Για όλες αυτές τις ομάδες, ο ρόλος των κομμουνιστών δεν είναι να δώσουν στο κίνημα μια επαναστατική κατεύθυνση, αλλά να είναι πεζικάριοι των φιλελεύθερων και των εθνικιστών. Αυτό είναι το σημείο όπου οι δύο τάσεις ενώνονται. Ανεξάρτητα από τη θέση τους για την ίδια την Παλαιστίνη, οι περισσότερες Μαρξιστικές ομάδες επευφημούν το κίνημα διαμαρτυρίας, κρύβοντας κάτω από το χαλί το γεγονός ότι ηγείται από φιλοϊμπεριαλιστές φιλελεύθερους, ή προωθώντας ανοιχτά αυτούς τους ανθρώπους – από την πολιτικό του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ Ρασίντα Τλάιμπ μέχρι τον βουλευτή των Εργατικών και ανδρείκελο του ΝΑΤΟ Τζον ΜακΝτόνελ στη Βρετανία.
Τον πιο ύπουλο ρόλο παίζουν κεντριστές όπως η Left Voice της Τροτσκιστικής Φράξιας. Δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αναγνωρίζουν μερικά από τα βασικά ζητήματα του κινήματος, γράφοντας σε ένα άρθρο τους για τις ΗΠΑ:
Αυτό είναι πολύ αληθινό. Αλλά τι πρακτικά συμπεράσματα βγάζει η Left Voice από αυτή την ανάλυση; Επικεντρώνει τις παρεμβάσεις της στο παλαιστινιακό κίνημα για να το σπάσει από τη φιλελεύθερη, κομματική ηγεσία του, αυτή του Δημοκρατικού Κόμματος; Όχι, δεν το κάνει. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς της συνίσταται στο να προωθεί κενές εκκλήσεις για τη «μαζικοποίηση του κινήματος» και την οργάνωση «ενωτικών δράσεων στους δρόμους». Όταν επιδίδεται σε πολεμική με οργανώσεις σαν το PSL, μπορεί να επισημάνει πώς συνθηκολογούν με τη Χαμάς και το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας και να επικρίνει ακόμη και το συμβιβασμό τους με τους Δημοκρατικούς. Αλλά η Left Voice δεν λέει λέξη για τις επευφημίες τους προς τη Ρασίντα Τλάιμπ, την κύρια φιγούρα στο Δημοκρατικό Κόμμα που δένει το παλαιστινιακό κίνημα με το κόμμα της γενοκτονίας. Στην πραγματικότητα, η Left Voice έχει αποφύγει προσεκτικά να εκθέσει τον προδοτικό ρόλο της Τλάιμπ.
Εκθέτοντας την Τλάιμπ στις ΗΠΑ, τον Μελανσόν στη Γαλλία και τον Τζον Μακντόνελ στη Βρετανία δεν αποτελεί ένα δευτερεύον ζήτημα. Για όποιον θέλει σοβαρά να βγάλει το παλαιστινιακό κίνημα από τη φιλελεύθερη τροχιά του, είναι ακριβώς αυτές οι «αριστερές» φιγούρες που πρέπει να εκτεθούν. Είναι ένα πράγμα να λέμε «πρέπει να εναντιωθούμε στους Δημοκρατικούς». Είναι άλλο πράγμα να λέμε: «Πρέπει να εναντιωθούμε στη Ρασίντα Τλάιμπ». Το πρώτο μπορεί να γίνει αποδεκτό μεταξύ ριζοσπαστών φιλελεύθερων. Το δεύτερο θα αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τις αυταπάτες τους.
Ακριβώς τον κεντρισμό που χαρακτηρίζει τη Left Voice ήταν που καταδίκασε ο Λένιν στην πολεμική του κατά του Κάουτσκι. Ο τελευταίος μπορούσε να καταδικάζει τον πόλεμο γενικά, ακόμα και τη δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος. Αλλά ο Κάουτσκι αρνήθηκε να αγωνιστεί για μία διάσπαση με τα σοσιαλσοβινιστικά στοιχεία μέσα στο εργατικό κίνημα. Σήμερα, η Left Voice μπορεί να καλεί για τη ρήξη με τους Δημοκρατικούς γενικά. Αλλά αρνείται να παλέψει για μία διάσπαση με την «αριστερή» αστική συνιστώσα του κινήματος.
Αυτό είναι το κεντρικό καθήκον των κομμουνιστών και έχει υπάρξει η κατευθυντήρια αρχή της παρέμβασης της ΔΚΕ στο παλαιστινιακό κίνημα από τις 7 Οκτωβρίου. Στις χώρες όπου έχουμε παρέμβει, έχουμε επιδιώξει να δείξουμε την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής ηγεσίας, βάζοντας μπροστά μια προοπτική που προωθεί συγκεκριμένα το κίνημα, ενώ ταυτόχρονα εκθέτει τους περιορισμούς και την προδοσία των σημερινών ηγετών του. Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στους κεντριστές, που παρατηρούν το πρόβλημα μόνο για να το αποφύγουν, και τους επαναστάτες, που χαράζουν μια πορεία για να ξεπεράσουν τα εμπόδια προς τη νίκη.
Ο παλαιστινιακός απελευθερωτικός αγώνας εισέρχεται σε ένα νέο κεφάλαιο, το οποίο, για άλλη μια φορά, θέτει τους Μαρξιστές σε δοκιμασία. Στην Παλαιστίνη, οι επαναστάτες πρέπει να συμμετάσχουν ενεργά και να οργανώσουν τον αγώνα ενάντια στην ισραηλινή επίθεση, μεταξύ άλλων μέσω ενιαίων δράσεων με τις άλλες ομάδες της παλαιστινιακής αντίστασης. Αλλά πρέπει να αρνηθούν να μπερδέψουν τα λάβαρα και αντ’ αυτού να χρησιμοποιούν κάθε ευκαιρία για να υποβάλλουν την ισλαμιστική στρατηγική σε ανελέητη κριτική, θέτοντας πάντα το συμφέρον του ευρύτερου κινήματος πάνω απ’ όλα. Ταυτόχρονα, οι επαναστάτες πρέπει να εργαστούν μέσα στην ισραηλινή κοινωνία, κυρίως στην εργατική τάξη και το στρατό, για να προωθήσουν κάθε εκδήλωση οργής κατά της Σιωνιστικής κυβέρνησης, να τη συνδέσουν με την παλαιστινιακή υπόθεση και να προωθήσουν τη διάσπαση με όλες τις μορφές Σιωνισμού.
Στον Μουσουλμανικό κόσμο, οι επαναστάτες πρέπει να κινητοποιήσουν το διαδεδομένο φιλοπαλαιστινιακό συναίσθημα των εργατικών μαζών, να το συνδέσουν με την ιμπεριαλιστική καταπίεση ολόκληρης της περιοχής και να το προσανατολίσουν σε έναν αγώνα ενάντια στις διεφθαρμένες άρχουσες κλίκες. Η άνευ όρων εναντίωση στον ιμπεριαλισμό και η σθεναρή εναντίωση στους εθνικιστές είναι προϋποθέσεις για να ενωθούν όλοι οι εργάτες και οι αγρότες, και ιδιαίτερα εκείνοι που προέρχονται από καταπιεζόμενες εθνικές μειονότητες τις οποίες οι ιμπεριαλιστές επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν με σκοπό το διαίρει και βασίλευε (π.χ. οι Κούρδοι). Στον Παγκόσμιο Νότο, τα μποϊκοτάζ και οι διπλωματικές εκκλήσεις δεν οδηγούν πουθενά. Οι επαναστάτες πρέπει να κατευθύνουν τον αγώνα προς την αποδυνάμωση της θέσης των Αμερικανών ιμπεριαλιστών, της κύριας δύναμης πίσω από το Ισραήλ και επίσης του κύριου καταπιεστή τους.
Στη Δύση, όπως περιγράφηκε παραπάνω, οι επαναστάτες πρέπει να αγωνιστούν για τη διάσπαση από τους φιλελεύθερους και ρεφορμιστές ηγέτες του κινήματος. Ειδικότερα, πρέπει να αγωνιστούν στο εργατικό κίνημα για να ξεσκεπάσουν τη σοσιαλσοβινιστική πολιτική των συνδικαλιστών ηγετών, δείχνοντας πώς η υποστήριξή τους στο Ισραήλ (ανοιχτή ή κρυφή) πάει χέρι χέρι με το σαμποτάζ των πιο στοιχειωδών αγώνων για τα προς το ζην των εργατών.
Σε όλα τα μέτωπα, η πάλη για την προώθηση της απελευθέρωσης της Παλαιστίνης φέρνει τους επαναστάτες αντιμέτωπους με την ανάγκη να αντιταχθούν κατά μέτωπο με αυτούς που την καθοδηγούν. Ο αιώνας συνθηκολόγησης του Μαρξιστικού κινήματος με τον Σιωνισμό ή τον εθνικισμό έχει πληρωθεί με το αίμα των Παλαιστινίων, έχει οδηγήσει σε αμέτρητες προδοσίες και ήττες και τους έχει στερήσει μια προλεταριακή λύση στην εθνική τους καταπίεση. Το καθήκον τώρα είναι να οικοδομήσουμε μια κομμουνιστική ηγεσία του παλαιστινιακού και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα – το βασικό στοιχείο που λείπει τα τελευταία 100 χρόνια.